Αριθμός 300/2020
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Έφεση της καθ’ ης η ανακοπή. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Ερημοδικία. Θέματα διαχρονικού δικαίου. Η αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής.
– Η ερημοδικία του ανακόπτοντος στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, αποτέλεσε αντικείμενο διαφορετικής νομοθετικής ρύθμισης διαχρονικά και συνδεόταν με το εάν η ανακοπή εκδικαζόταν με την τακτική διαδικασία ή με κάποια από τις ειδικές διαδικασίες. Μέχρι την ισχύ του Ν. 2915/2001, αν η ανακοπή εκδικαζόταν με κάποια ειδική διαδικασία, η ερημοδικία του ανακόπτοντος δεν επέφερε δυσμενείς έννομες συνέπειες και το δικαστήριο εξέταζε τη βασιμότητα των λόγων ανακοπής ωσεί παρόντος αυτού (άρθρα 643 παρ. 2, 649 παρ. 2, 672, 681 ΚΠολΔ). Αν, όμως, η ανακοπή εκδικαζόταν με την τακτική διαδικασία, τότε, επί ερημοδικίας του ανακόπτοντος, η ανακοπή απορριπτόταν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ. 1 ΚΠολΔ, (ή κατ’ άλλη άποψη, με βάση το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, λόγω της αποδοχής ότι αυτός επείχε τη θέση εναγομένου). Μετά την ισχύ του Ν. 2915/2001 και την καθιέρωση του μονομερούς συστήματος συζήτησης της υπόθεσης, ό,τι ίσχυε στις δίκες των ειδικών διαδικασιών για την ερημοδικία του ενάγοντος επεκτάθηκε και στη δίκη της τακτικής διαδικασίας, έτσι ώστε ο ανακόπτων να δικάζεται ωσεί παρών και να εξετάζεται η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων ανακοπής. Ακολούθως, με τα άρθρα 29 και 30 του Ν. 3994/2011, που ίσχυσε από την 25.7.2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011), καταργήθηκε το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής στην τακτική διαδικασία και επανήλθε το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων, όπως ίσχυε πριν από το Ν. 2915/2011, έτσι ώστε στη δίκη της ανακοπής με την τακτική διαδικασία να εφαρμόζονται τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ και η ανακοπή να απορρίπτεται, ενώ το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής παρέμεινε, όταν αυτή εκδικαζόταν με κάποια ειδική διαδικασία κατ’ εφαρμογή της διάταξης του τότε ισχύοντος άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 649 ΚΠολΔ, το οποίο στην παρ. 2 όριζε ότι «αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι». Στη συνέχεια, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (με έναρξη ισχύος από 2.4.2012), τροποποιήθηκε το άρθρο 632 ΚΠολΔ και ορίστηκε στην παρ. 2 αυτού, ότι στην εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής εφαρμόζεται το άρθρο 643 ΚΠολΔ, στην παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι εφαρμόζεται το άρθρο 649 ΚΠολΔ, που με τη σειρά του αναφέρεται στο σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής σε όλες τις δίκες ανεξάρτητα από της διαδικασία εκδίκασής της, την τακτική ή κάποια ειδική, αν και προηγουμένως τούτο ίσχυε μόνο για τη δίκη της ανακοπής που εκδικάζεται, λόγω της φύσης της απαίτησης από την ειδική διαδικασία (βλ. αναλυτικά για την διαχρονική δικονομική μεταχείριση της ερημοδικίας του διαδίκου στη δίκη της ανακοπής σε Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, έκδ. 2016, σελ. 316-322, του ιδίου, παρατηρήσεις υπό την ΜΠρΣερ 84/2014, σε ΕλΔνη 2014, σελ. 901-902). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η πλειοψηφία της νομολογίας των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, πριν ακόμη από την ως άνω τροποποίηση του Ν. 4055/2012, δεχόταν, υιοθετώντας «conta legem» ερμηνεία, ότι το άρθρο 272 ΚΠολΔ εφαρμοζόταν και στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων με βάση την γραμματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και την μη εφαρμογή του (τότε ισχύοντος) άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, το οποίο, όμως, παρέπεμπε ρητά στην ανάλογη εφαρμογή του (τότε ισχύοντος) άρθρου 649 παρ. 2 ΚΠολΔ, που όριζε το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής (βλ. για τη νομολογία αυτή των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων σε Στ. Πανταζόπουλο, ό.π, σελ. 320, υποσημ. 1122). Τέλος, με το άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, ορίστηκε στο ισχύον άρθρο 632 παρ. 7 ΚΠολΔ ότι «αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στην δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή». Εξάλλου, ρητά ορίζεται στη δεύτερη παράγραφο του ένατου άρθρου του Ν. 4335/2015 ότι οι διατάξεις του «Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 591-645), εφαρμόζονται επί δικογράφων που κατατίθενται από 1.1.2016 κι εφεξής, κατά την οποία ημεροχρονολογία αρχίζει, όπως ορίζει η τέταρτη παράγραφος της μεταβατικής αυτής διάταξης, η ισχύς του ως άνω νόμου κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις. Συνεπώς, κατά την εκδίκαση των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής, οι οποίες (ανακοπές) ασκήθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ των νέων διατάξεων, εφαρμόζονται οι προΐσχύσασες διατάξεις των ειδικών διαδικασιών. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής που ασκήθηκαν υπό την ισχύ του Ν. 3994/2011, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από την 25.7.2011 έως και την 1.4.2012, όταν αυτές εκδικάζονται με κάποια ειδική διαδικασία, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ (που καθιερώνουν το σύστημα των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων), αλλά παραμένει το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της ανακοπής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 643 παρ. 2 ΚΠολΔ, με το οποίο οριζόταν ότι εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 649 ΚΠολΔ (πρβλ. ΕφΑθ 146/2017).
– Από το συνδυασμό των άρθρων 99 έως 106 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4013/2011, προκύπτει ότι, παρόλο που η, από τις ως άνω διατάξεις ρυθμιζόμενη, διαδικασία συνδιαλλαγής αποτελεί συλλογική συναινετική διαδικασία που λειτουργεί στο πλαίσιο της συμβατικής αυτονομίας, προβλέπεται επανειλημμένη παρέμβαση σ’ αυτήν του Δικαστηρίου, εκδηλούμενη, πλην άλλων, και με την έκδοση, στο πλαίσιο αυτής, τριών αποφάσεων, δυνάμει των οποίων ρυθμίζεται η εν λόγω διαδικασία και ειδικότερα της πρώτης (1ης) που επιτρέπει το άνοιγμα της διαδικασίας (100 ΠτΚ), της δεύτερης (2ης) που επικυρώνει ή μη την συμφωνία, που τυχόν θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχή του μεσολαβητή (101 παρ. 1 ΠτΚ) και της τρίτης (3ης) που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας, λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (105 ΠτΚ). Με την πρώτη απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, μπορεί, κατ’ άρθρο 100 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 1 του ΠτΚ, να διατάξει οποιοδήποτε εξασφαλιστικό μέτρο κρίνει αναγκαίο, για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της και ιδίως: α) να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, β) να ορίσει μεσεγγυούχο και γ) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, η οποία ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 του Ν. 3588/2007 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του πτωχού. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 3588/2007 «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κήρυξη της πτώχευσης αλλά και η ένταξη του οφειλέτη στη διαδικασία συνδιαλλαγής, συνεπάγονται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες: α) η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών κηρύσσεται απαράδεκτη, β) η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα, αναστέλλεται αυτοδικαίως, γ) η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, θεωρείται άκυρη, δ) η διενέργεια πράξεων συντηρητικής η αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του πτωχού ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, ακόμη και αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται και ε) η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών επί εγερθεισών αξιώσεών τους, απαγορεύεται. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι η κατά τα ανωτέρω αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του πτωχεύσαντος ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτη, δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε την άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων (καταγγελία, υπαναχώρηση επίσχεση), ούτε, τέλος, τη διεξαγωγή δικών επί υποθέσεων εκδικαζομένων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 294/2017, ΑΠ 1600/2017, ΕφΑθ 2739/2018, ΕφΘεσ 157/2018, ΕφΠειρ 132/2018και ΕφΛαρ 314/2017, βλ. Σ. Ψυχομάνης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2007, σελ. 131, αρ. 380 και Ε. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2012, παρ. 32, σελ. 223). Ειδικά δε για την περίπτωση της διαταγής πληρωμής πρέπει να αναφερθεί ότι δεν εμπίπτει στην ως άνω απαγόρευση (αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), η υποβολή αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής της διαταγής πληρωμής, καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, και συγκεκριμένα δεν αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προδικασία αυτής, ενώ, αντιθέτως, αποτελεί επιθετική πράξη η επίδοση της διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, δηλαδή αφού έχει ήδη λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ` αρθρ. 924 εδ. 1 του ΚΠολΔ, και όχι η επίδοση της διαταγής πληρωμής προς γνώση του οφειλέτη (ΑΠ 1013/2018, ΕφΘεσ 2230/2008ΕπισκΕμπΔικ 2009.160).