ΑΡΙΘΜΟΣ 390/2020
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Σύγκρουση πλοίων. Αδικοπραξία. Χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη. Στέρηση διατροφής. Ευθύνη εκπροσώπου νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου. Προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία. Θάνατος προσώπου.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 235, 236 του ΚΙΝΔ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων που έγινε εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων και κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 26 ΑΚ), αν δεν συντρέχει η εφαρμογή άλλου δικαίου κατά τη σύμβαση των Βρυξελλών του 1911, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση εξαρτάται από το βαθμό της υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 236 του ΚΙΝΔ, α) αν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός των πλοίων, οι εντεύθεν ζημίες βαρύνουν το υπαίτιο πλοίο, β) αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει και γ) αν δεν μπορεί να καθοριστεί η αναλογία ή σε περίπτωση ισότητας υπαιτιότητας, τότε η ευθύνη μερίζεται κατ’ ίσα μέρη. Η διάταξη αυτή, όμοια με εκείνη του άρθρου 4 παρ.1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, που κυρώθηκε με το νόμο ΓΩΠΣΤ/1911, αποτελεί ειδική εφαρμογή της αρχής του συντρέχοντος πταίσματος, την οποία καθιερώνει το άρθρο 300 ΑΚ. Βάσει της εν λόγω διατάξεως, ο δικαστής δεν αφήνεται ελεύθερος να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό της ευθύνης του ζημιωθέντος, αλλ` οφείλει να επιμερίσει αυτήν αναλόγως προς την βαρύτητα του πταίσματός του. Μόνο δε αν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ο λόγος των αμοιβαίων πταισμάτων, η ευθύνη επιμερίζεται κατ` ίσα μέρη (ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕφΠειρ 102/2014, 76/2014, αδημ., ΕφΠειρ 573/2004 ΕΝΔ 32, σελ. 204, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, σελ. 57). Κατά τη διάταξη του άρθρου 239 ΚΙΝΔ, η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των συγκρουσθέντων πλοίων είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του παράλληλα και πραγματικά υπαίτιου προσώπου (όπως π.χ. του πλοιάρχου του πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικά, κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ.β’ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (ΕφΠειρ 748/2018, ΕΝΔ 46, σελ. 112, ΕφΠειρ 226/1995, Νομ. Ναυτ. Τμ. Εφ. Πειρ. 1994-1995, σελ. 465, Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 236, σελ. 625). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζόμενη κυρίως από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 236 επομ. ΚΙΝΔ και συμπληρωματικά από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επόμ. ΑΚ (ΕφΔωδ 201/1999, ΕΝΔ 27, σελ. 397, ΕφΠειρ 1373/1984, ΕΝΔ 13, σελ. 285, 688/1982, ΕΝΔ 10, σελ. 517).
– Κατά τις διατάξεις της από 20ής Οκτωβρίου 1972 Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν τη θαλάσση», η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου 1 Ν.Δ. 93/1974 και έχει τεθεί σε ισχύ δια του Π.Δ. 94/1977 (ΦΕΚ Α` 293), εκδοθέντος δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας δια του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Ν.Δ., έχει δε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται επί πάσης κατηγορίας πλοίων πλεόντων εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων δυνάμει του Π.Δ. 403/1980 (ΦΕΚ Α` 111) «περί εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 93/1974 (…) επί πάσης κατηγορίας πλεόντων εις τα ελληνικά χωρικά ύδατα πλοίων υπό σημαίαν κρατών μη κυρωσάντων ή μη προσχωρησάντων εις την κυρωθείσαν Διεθνή Σύμβασιν», εκδοθέντος κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως παρασχεθείσας δια του άρθρου 7 του αυτού ως άνω Ν.Δ., «ΚΑΝΩΝ 1. α) Οι Κανόνες ούτοι θα εφαρμόζωνται εφ` όλων των πλοίων τόσον εις την ανοικτήν θάλασσαν, όσον και εις άπαντα τα μετ` αυτής συγκοινωνούντα ύδατα, τα διαπλεύσιμα υπό ποντοπόρων πλοίων (…)»,«ΚΑΝΩΝ 2. α) Ουδεμία διάταξις των παρόντων Κανόνων απαλλάσσει οιονδήποτε πλοίον ή τον πλοιοκτήτην, τον πλοίαρχον ή το πλήρωμα αυτού, εκ των συνεπειών οιασδήποτε αμελείας ως προς την συμμόρφωσιν προς τους παρόντος Κανόνας ή αμελείας αφορούσης εις την λήψιν οιωνδήποτε προληπτικών μέτρων υπαγορευόμενων υπό της κοινής εμπειρίας ή των ειδικών συνθηκών της περιστάσεως», «ΚΑΝΩΝ 4. Εφαρμογή. Οι Κανόνες του παρόντος Τμήματος των Κανονισμών εφαρμόζονται εις πάσαν κατάστασιν ορατότητος. ΚΑΝΩΝ 5. Επιτήρησις (look – out) Παν πλοίον θα τηρή εν παντί χρόνω την πρέπουσα οπτικήν και ακουστικήν επιτήρησιν (look – out) ως και επιτήρησιν δια παντός διαθεσίμου πρόσφορου μέσου κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, ούτως ώστε να έχη εκτίμησιν της καταστάσεως και του κινδύνου συγκρούσεως. ΚΑΝΩΝ 6. Ασφαλής ταχύτης. Παν πλοίον θα πλέη εν παντί χρόνω μετ` ασφαλούς ταχύτητος, ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνη όλα τα αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγήν συγκρούσεως και να ακινητή εντός της ενδεδειγμένης διά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας αποστάσεως. Προς καθορισμόν της ασφαλούς ταχύτητος, οι κάτωθι παράγοντες θα είναι μεταξύ εκείνων οίτινες θα λαμβάνωνται υπ` όψιν : α) Υφ` απάντων των πλοίων, (i) Η κατάστασις ορατότητος, (ii) η πυκνότης κυκλοφορίας περιλαμβάνουσα και συγκεντρώσεις αλιευτικών πλοίων ή οιωνδήποτε ετέρων πλοίων, (iii) η ικανότης χειρισμού του πλοίου, ειδικώτερον δε η απόστασις ακινητοποιήσεως και η ικανότης στροφής υπό τας κρατούσας συνθήκας, (iv) η κατά την νύκτα ύπαρξις προβαλλομένου φωτός (ανταύγειας), ως το τοιούτον εκ φώτων ξηράς ή εκ της ανακλάσεως των ιδίων των φώτων, (v) η κατάστασις του ανέμου, της θαλάσσης και του ρεύματος, ως και η ύπαρξις πλησίον ναυτιλιακών κινδύνων, (vi) το βύθισμα του πλοίου εν σχέσει προς το διατιθέμενον βάθος του ύδατος, β) Επιπροσθέτως, υπό πλοίων μετά συσκευής radar εν λειτουργία : (i) τα χαρακτηριστικά, η απόδοσις και οι περιορισμοί (αποδόσεως) της συσκευής radar, (ii) οιοσδήποτε περιορισμός οφειλόμενος εις την εν χρήσει κλίμακα αποστάσεως του radar, (iii) η επίδρασις της καταστάσεως της θαλάσσης, του καιρού και λοιπών πηγών παρεμβολών επί του δια radar εντοπισμού, (iv) κατά πόσον είναι δυνατόν να εντοπισθούν διά του radar μικρά πλοία, πάγοι και έτερα επιπλέοντα αντικείμενα εις επαρκή απόστασιν, (v) ο αριθμός, αι θέσεις και κινήσεις των εντοπιζομένων διά του radar πλοίων, (vi) η πλέον ακριβής εκτίμησις της ορατότητος, ήτις είναι δυνατή όταν διά τον καθορισμόν της αποστάσεως των πέριξ πλοίων ή λοιπών αντικειμένων χρησιμοποιήται το radar. ΚΑΝΩΝ 7. Κίνδυνοι Συγκρούσεως, α) Παν πλοίον θα χρησιμοποιή παν διαθέσιμον και κατάλληλον, κατά τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκας, μέσον ίνα εκτίμηση εάν υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως. Υπαρχούσης οιασδήποτε αμφιβολίας, ο τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υπάρχει, β) Δέον όπως γίνεται η πρέπουσα χρήσις της συσκευής radar, εφ` όσον είναι εγκατεστημένη και εν λειτουργία, περιλαμβανομένης και της δι`αυτής ανιχνεύσεως εις μακράς αποστάσεις προς έγκαιρον προειδοποίησιν κινδύνου συγκρούσεως και της υποτυπώσεως radar ή ισοδυνάμου συστηματικής παρατηρήσεως των ανιχνευομένων αντικειμένων, γ) Συμπεράσματα βασιζόμενα εις ανεπαρκείς πληροφορίας, ιδία πληροφορίας ληφθείσας μέσω του radar, δέον να αποφεύγωνται. δ) Προς εκτίμησιν του κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως, μεταξύ εκείνων, τα οποία δέον να λαμβάνωνται υπ` όψιν, θα είναι και τα κάτωθι: (i) τοιούτος κίνδυνος θα θεωρήται ότι υφίσταται εάν η διόπτευσις πυξίδος προσεγγίζοντος τινός πλοίου δεν μεταβάλλεται αισθητώς, (ii) τοιούτος κίνδυνος δύναται να υφίσταται ενίοτε, ακόμη και όταν αισθητή αλλαγή της διοπτεύσεως είναι προφανής, ιδιαιτέρως κατά την προσέγγισιν πολύ μεγάλου πλοίου ή ρυμουλκούμενου αντικειμένου ή κατά την προσέγγισιν πλοίου εις μικράν απόστασιν. ΚΑΝΩΝ 8. Χειρισμοί προς αποφυγήν συγκρούσεως, α) Οιοσδήποτε χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως, δέον, εφ` όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, να είναι σαφής και έκδηλος, να γίνεται εγκαίρως και συμφώνως προς τας υπαγορεύσεις της καλής ναυτικής τέχνης, β) Οιαδήποτε μεταβολή πορείας ή και ταχύτητος προς αποφυγήν συγκρούσεως δέον, εφ` όσον αι συνθήκαι της περιστάσεως επιτρέπουν, να είναι αρκούντως μεγάλη, ώστε να γίνεται αμέσως αντιληπτή παρά του ετέρου πλοίου παρατηρούντος οπτικώς ή μέσω radar. Διαδοχικοί μικραί μεταβολαί πορείας ή και ταχύτητος δέον ν` αποφεύγωνται. γ) Εφ`όσον υφίσταται επαρκής θαλάσσιος χώρος, μεταβολή της πορείας μόνης δυνατόν ν` αποβή η πλέον αποτελεσματική ενέργεια προς αποφυγήν προσεγγίσεως εις επικίνδυνον απόστασιν, προϋποτιθεμένου ότι εξετελέσθη εγκαίρως, είναι ουσιαστική και δεν απολήγει εις επικίνδυνον προσέγγισιν μεθ` ετέρου πλοίου, δ) Χειρισμός εκτελούμενος προς αποφυγήν συγκρούσεως μεθ` ετέρου πλοίου δέον όπως είναι τοιούτος, ώστε να απολήγη εις διέλευσιν απ` αυτού εις ασφαλή απόστασιν. Η αποτελεσματικότης του χειρισμού θα ελέγχεται προσεκτικώς, μέχρις ότου το έτερον πλοίον αντιπαρέλθη οριστικώς, ε) Εάν είναι απαραίτητον, προς αποφυγήν συγκρούσεως ή προς παροχήν ευχέρειας χρόνου προς εκτίμησιν της καταστάσεως, εν πλοίον δέον όπως ελαττώνη την ταχύτητα του ή ακινητή τελείως δια κρατήσεως ή αναποδώσεως των μέσων προώσεως του. (στ) (i). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο από οποιονδήποτε από τους παρόντες κανόνες να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου θα χειρίζει έγκαιρα, όταν απαιτείται από τις συνθήκες της περίπτωσης, για να παρέχει επαρκή χώρο για την ασφαλή διέλευση του άλλου πλοίου, (ii). Παν πλοίο που είναι υποχρεωμένο να μην παρεμποδίζει τη διέλευση ή την ασφαλή διέλευση άλλου πλοίου, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή αν προσεγγίζει το άλλο πλοίο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης και θα έχει όταν χειρίζει πλήρη ευθύνη στον χειρισμό, που μπορεί να απαιτείται από τους κανόνες αυτού του μέρους, (iii). Παν πλοίο του οποίου η διέλευση δεν πρέπει να παρεμποδίζεται είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται με τους κανόνες αυτού του μέρους όταν τα πλοία προσεγγίζουν το ένα το άλλο κατά τρόπο που να ενέχει κίνδυνο σύγκρουσης» και «Τμήμα III. Διαγωγή πλοίων υπό περιωρισμένην ορατότητα… Κανών 15 Περίπτωσις διασταυρώσεως πορειών: Οσάκις δύο μηχανοκίνητα πλοία διασταυρώνουν τας πορείας των, κατά τρόπον ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγκρούσεως, το πλοίον, το οποίον βλέπει το έτερον προς την δεξιάν του πλευράν, οφείλει να απομακρύνεται της πορείας του και, εφόσον οι συνθήκες της περιπτώσεως επιτρέπουν, θα αποφεύγει να διέρχεται πρώραθεν του ετέρου πλοίου. Κανών 16. Χειρισμός εκ μέρους του φυλάσσοντος πλοίου. Παν πλοίον, από το οποίον απαιτείται όπως απομακρύνεται της πορείας ετέρου τινος πλοίου, δέον όπως χειρίζη, κατά το δυνατόν, εγκαίρως και ουσιαστικώς, ώστε να τηρήται αρκούντως μακράν τούτου. Κανών 17. Χειρισμός εκ μέρους του «φυλασσόμενου» πλοίου α)(i) Οσάκις το εν εκ των δύο πλοίων οφείλει ν’ απομακρύνεται της πορείας ετέρου, το έτερον τούτο πλοίον θα διατηρεί την πορεία και ταχύτητά του, ii) Εν τούτοις, το τελευταίο τούτο πλοίον δύναται να χειρίσει ώστε να αποφευχθεί σύγκρουσις διά μόνου του ελιγμού του, ευθύς ως καταστεί προφανές εις αυτό ότι το υπόχρεον ν’ απομακρυνθεί της πορείας του πλοίον, δεν χειρίζει καταλλήλως, συμφώνως προς του παρόντας Κανόνας. β) Όταν δι’ οιανδήποτε αιτίαν, το υπόχρεον όπως διατηρήση την πορείαν και ταχύτητά του πλοίον, ευρεθή τόσον εγγύς του ετέρου, ώστε η σύγκρουσις να μη δύναται ν’ αποφευχθή εκ μόνου του χειρισμού του φυλάσσοντος πλοίου, τότε οφείλει και τούτο να χειρίση κατά τον καλύτερον δυνατόν τρόπον διά ν’ αποφευχθή η σύγκρουσις. γ) Μηχανοκίνητον πλοίον, το οποίο χειρίζει εις τινα περίπτωσιν διασταυρώσεως πορειών συμφώνως τω εδαφίω (α) (ii) του παρόντος Κανόνος ιν’ αποφύγη σύγκρουσιν μεθ’ ετέρου μηχανοκινήτου πλοίου, δεν θ’ αλλάσση, εφ’ όσον αι συνθήκαι της περιπτώσεως επιτρέπουν, πορείαν προς τα’ αριστερά, ίν’ αποφύγη πλοίον, το οποίον ευρίσκεται εις την αριστεράν του πλευράν, δ) Ο παρών κανών δεν απαλλάσσει το φυλάσσον πλοίον της υποχρέωσεώς του ν’ απομακρύνεται της πορείας ετέρου. (βλ. ΕφΠειρ 461/2014, 103/2012).
– Κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος, ως αόριστης νομικής έννοιας, περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συμβίωναν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων τούτων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα, οι αδελφοί του θανόντος, οι γονείς, οι παππούδες και από τους αγχιστείς μόνο οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός, νύφη) ενώ, σημειωτέον, η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης, χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν για να τον διατρέφει. (βλ. ΟλΑΠ 21/2000, ΕλΔνη 42.56, ΟλΑΠ 762/1992, ΝοΒ 40, σελ. 919, ΑΠ 49/2000, ΕλΔνη 42, σελ. 76, ΕφΕυβ 6/2015 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, προσδιοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό χρηματικής ικανοποιήσεως κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αποτελεί εκτός των άλλων και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. ΑΠ 1801/2017, ΑΠ 1546/2014).
– Στη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ ορίζεται ότι «το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Ο Αστικός Κώδικας με την παραπάνω διάταξη ακολουθεί την οργανική θεωρία (ή βουλητικού οργάνου), κατά την οποία το νομικό πρόσωπο αποτελεί ζωντανή προσωπικότητα, με δική του βούληση που εκφράζουν τα όργανά του (βλ. άρθρο 61 αρ.2 ΑΚ) και καθιδρύει την ευθύνη του νομικού προσώπου για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του. Έτσι, ενώ για τις δικαιοπραξίες του οργάνου ευθύνεται το νομικό πρόσωπο κατ’ άρθρο 70 ΑΚ, το παραπάνω άρθρο καλύπτει τις περιπτώσεις της αδικοπραξίας (Μπαλής, Γενικαί Αρχαί, παρ.19, ΑΠ 149/2004). Στην περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη το αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια που παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρο και το όργανο και το νομικό πρόσωπο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 988/2014 στην ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1723/2014, 415/2006, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 71).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αποτελούν: α) η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, όταν δηλαδή δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, η οποία αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου γεγονότος, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου να αποζημιώσει έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1/2019, ΑΠ 816/2017, ΑΠ 1262/2017).
VI) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ του ΑΚ, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου, υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου του το δικαίωμα αυτό. Η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει. Επομένως, από απόψεως εκτάσεως, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1378 επ., 1442 επ., 1485 επ. και 1504 ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής (ΑΠ 873/2012, ΑΠ 925/ 2004). Από την αυτή ως άνω διάταξη (άρθρο 928 εδ. β’ ΑΚ) συνάγεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως του επιζώντος συζύγου στοχεύει γενικώς στην αποκατάσταση της ζημίας που αυτός, υφίσταται εξαιτίας του ότι, με το θάνατο του άλλου συζύγου, επέρχεται απόσβεση της αξιώσεως για συμβολή στις ανάγκες της οικογενείας που ο σύζυγος είχε από το νόμο. Για να ευρεθεί, όμως το περιεχόμενο της αποζημίωσης επιβάλλεται να γίνει προσφυγή στις σχετικές διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, που ρυθμίζουν το ζήτημα της συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες και ειδικότερα στην διατροφή του συζύγου (άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ), το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών του δικαιούχου, όπως διαμορφώνονται στα πλαίσια της συμβιώσεως, οριοθετούνται δε από το ύψος των τυχόν εισοδημάτων του και της λοιπής περιουσίας αυτού, σε συσχετισμό προς την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου. Κρίσιμος για τον υπολογισμό της με το ανωτέρω περιεχόμενο αποζημιώσεως είναι ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του θανατωθέντος κατά τον τελευταίο καιρό πριν από τη θανάτωσή του και της πιθανής εξελίξεως των εισοδημάτων αυτών, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν αυτός ζούσε. Εξάλλου, όταν ενάγει ο επιζών σύζυγος τον υπόχρεο και ζητά αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του από την στέρηση του δικαιώματος διατροφής, την οποία κατά το νόμο θα όφειλε ο θανατωθείς και υπόχρεος αν ζούσε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του και τη θεμελίωση της αξίωσης του στο νόμο, πρέπει να επικαλείται τα εξής στοιχεία: α) την ύπαρξη γάμου μεταξύ δικαιούχου και υποχρέου διατροφής, β) την θανάτωση του υποχρέου από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου, γ) τον πιθανό χρόνο ζωής του υποχρέου σε διατροφή συζύγου και δ) το ποσό της καταβλητέας διατροφής ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής. Αντίθετα, δεν απαιτείται για να είναι ορισμένη η αγωγή αποζημιώσεως του δικαιούχου συζύγου, να γίνεται στο δικόγραφο αποτίμηση της συνεισφοράς που θα παρείχε καθένας από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η αποτίμηση αυτή μπορεί να θεμελιώσει καταλυτικό της αξιώσεως ισχυρισμό του εναγομένου (ΑΠ 124/2017, ομοίως ΑΠ 1637/2018, ΑΠ 1136/2014, ΑΠ 212/2013, ΑΠ 873/2012, ΑΠ 153/2005). Με βάση το άρθρο 930 παρ.1 ΑΚ, η εν λόγω αποζημίωση, όταν αφορά περιοδικές παροχές από την απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις ανά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να επιδικασθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Τούτο δε αν το ζητήσει ο δικαιούχος, ενώ τα περιστατικά που συνιστούν τον σπουδαίο λόγο πρέπει αυτός να τα επικαλεσθεί με την αγωγή του. Σπουδαίος λόγος υπάρχει, όταν συγκεντρωμένη η αποζημίωση μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υποχρέου της αποζημιώσεως (ΑΠ 736/2019, ΑΠ 2017/2014, ΑΠ 625/2010).