ΑΠΟΦΑΣΗ
Saquetti Iglesias κατά Ισπανίας της 30.06.2020 (αρ. προσφ. 50514/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδήλωτη μεταφορά 150.000 ευρώ. Έλεγχος σε τελωνείο και επιβολή τεράστιου προστίμου, ισάξιου με το μεταφερόμενο ποσό. Ποινικός χαρακτήρας προστίμου.
Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου. Μη δυνατότητα εξέτασης σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, βαρύτατο τελωνειακό πρόστιμο που επιβλήθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη η αναλογικότητά του. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι βάσει των κριτηρίων Engel το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα είχε «ποινικό» χαρακτήρα.
Κατά τη διάρκεια τελωνειακού ελέγχου κατά την έξοδο από την ισπανική επικράτεια ο προσφεύγων βρέθηκε να μεταφέρει αδήλωτο χρηματικό ποσό. Η αρμόδια αρχή του επέβαλε πρόστιμο 153.800 ευρώ, σχεδόν ισοδύναμο με το μεταφερόμενο ποσό. Τότε, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου, το οποίο ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο την απέρριψε. Η απόφαση ανέφερε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου λόγω μιας πρόσφατης τροποποίησης του νόμου, η οποία είχε αυξήσει το ελάχιστο όριο ποσού για αναιρέσεις από 150.000 στα 600.000 ευρώ. Ο προσφεύγων, καταγγέλλοντας την άμεση εφαρμογή του εν λόγω νόμου στην υπόθεσή του, άσκησε συνταγματική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η προσφυγή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν είχε παράσχει επαρκή αιτιολόγηση της «ειδικής συνταγματικής σημασίας» της.
Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συνταγματικές προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ο ίδιος ο Κανονισμός του περιορίζει τις εξουσίες του τελευταίου στο να αξιολογεί το κατά πόσον τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες του προσφεύγοντος έχουν παραβιαστεί. Το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο τόνισε στη νομολογία του ότι η συνταγματική προσφυγή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αίτηση αναίρεσης.
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εφαρμογή των επίδικων περιορισμών όσον αφορά τον προσφεύγοντα, που δεν μπορούσε να έχει δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε υπόθεση ποινικού χαρακτήρα είχε παραβιάσει την ίδια την ουσία του δικαιώματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου (άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου), υπερβαίνοντας το περιθώριο εκτίμησης του κράτους.
Παραβίαση του δικαιώματος για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα με ποινικό χαρακτήρα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Martin Saquetti Iglesias είναι Ισπανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1948. Ζει εναλλάξ στη Μαδρίτη και στο Μπουένος Άιρες.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι τα ανώτερα δικαστήρια αρνήθηκαν να επανεξετάσουν διοικητική απόφαση η οποία τον τιμωρεί για την παράλειψη δήλωσης χρημάτων στο τελωνείο του αεροδρομίου Μαδρίτης-Μπαράζας.
Τον Μάρτιο του 2011 το τμήμα τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης έλεγξε τις αποσκευές του πριν την επιβίβαση σε πτήση από Ισπανία προς Μπουένος Άιρες. Ανακάλυψαν ποσό 154.800 ευρώ, ποσό το οποίο κατάσχεσαν εκτός 1.000 ευρώ.
Τον Αύγουστο του 2011, η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών επέβαλε πρόστιμο στον προσφεύγοντα ισοδύναμο με το συνολικό ποσό που κατασχέθηκε.
Τον Οκτώβριο του 2011 ο προσφεύγων άσκησε διοικητική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτερο Δικαστήριο της Μαδρίτης (Higher Court). Η απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου ανέφερε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) λόγω μιας πρόσφατης τροποποίησης του νόμου για το διοικητικό δικαστήριο, η οποία αύξανε το ελάχιστο όριο ποσού για αναιρέσεις από 150.000 σε 600.000 ευρώ. Ο προσφεύγων, τότε, άσκησε συνταγματική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο (Constitutional Court), η οποία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν είχε παράσχει επαρκή αιτιολόγηση της «ειδικής συνταγματικής σημασίας» της προσφυγής του.
Στηριζόμενος στο άρθρο 2 του 7ου πρωτοκόλλου (Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου) της Σύμβασης, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η απόφασή του Ανώτερου Δικαστηρίου της Μαδρίτης που αφορούσε την υπόθεσή του, δεν μπόρεσε να επανεξεταστεί από ένα ακόμη μεγαλύτερο δικαστήριο, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου
(1) Εφαρμογή: η ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα είχε «ποινικό» χαρακτήρα βάσει των κριτηρίων Engel.
Ταξινόμηση στο εσωτερικό δίκαιο (μη αποφασιστικό κριτήριο).
Η μη τήρηση της υποχρέωσης τελωνειακής διασάφησης που ορίζεται στον Νόμο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συνιστά «διοικητικό» αδίκημα.
Σοβαρότητα του αδικήματος .
Η σχετική διάταξη του εν λόγω νόμου ήταν γενικής εμβέλειας, καλύπτοντας κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διασχίζει σύνορα και ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες που σχετίζονται με κίνηση κεφαλαίων. Ο στόχος του προστίμου δεν ήταν να προστατεύσει το κράτος από απώλεια κεφαλαίων, αλλά να αποτρέψει το έγκλημα. Αυτό το ενδεχόμενο ήταν αρκετό από μόνο του. Η παρούσα υπόθεση διέφερε σε αυτό το σημείο από προηγούμενες υποθέσεις όπως από την Inocencio κατά Πορτογαλίας (dec.) (43862/98, 11 Ιανουαρίου 2001, παρ. 26), η οποία αφορούσε πρόστιμο μόνο 2.500 ευρώ για μη αδειοδοτούμενα έργα, και από την Butler κατά Ηνωμένου Βασιλείου (41661/98, 26 Ιουνίου 2002, παρ. 43), η οποία αφορούσε επιβολή μίας ακόμη αυστηρότερης κύρωσης, παρόλο που οι αρχές είχαν πραγματοποιήσει έλεγχο αναλογικότητας και είχαν αρκετά ισχυρές αποδείξεις ότι ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν καταγεγραμμένος στα αρχεία της αστυνομίας, είχε εμπλακεί σε λαθρεμπόριο.
Σοβαρότητα της ποινής. Το εθνικό δίκαιο χαρακτήρισε την παράβαση που διέπραξε ο προσφεύγων ως «σοβαρή» και προβλέπεται πρόστιμο από 600 ευρώ μέχρι δύο φορές το διακυβευόμενο ποσό.
(2) Εξαιρέσεις από το δικαίωμα
Το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις αντιρρήσεις που πρόβαλε η κυβέρνηση σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. του 7ου Πρωτοκόλλου.
(α) Εξαίρεση σχετικά με «ήσσονος σημασίας» αδικήματα
(i) Ερμηνευτικές αρχές – Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση του 7ου Πρωτοκόλλου, όταν αποφασίζεται εάν ένα αδίκημα είναι ήσσονος σημασίας, ένα σημαντικό κριτήριο είναι το ζήτημα αν το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση ή όχι. Στην παρούσα περίπτωση, εάν ο προσφεύγων δεν κατέβαλε το πρόστιμο, η ποινή αυτή δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από μια τέτοια στερητική της ελευθερίας ποινή. Ωστόσο, αυτή η πτυχή δεν είναι καθοριστική – οπότε και άλλα κριτήρια πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Είναι σαφές ότι οι νομοθεσίες των Συμβαλλομένων Κρατών αποκλίνουν ευρέως στον τομέα των τελωνειακών κυρώσεων για μη δήλωση χρημάτων. Η συμμόρφωση με την αρχή της επικουρικότητας και το περιθώριο εκτίμησης που πρέπει να είναι έχουν τα κράτη σε αυτόν τον τομέα, οδηγεί το ΕΔΔΑ να αξιολογεί τα κριτήρια σύμφωνα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υπόθεσης.
Το επίμαχο μέτρο έπρεπε να πληροί ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας, αλλά εναπόκειται στις εγχώριες αρχές να εξετάσουν την αναλογικότητά του, καθώς και τις σοβαρές συνέπειες, ανάλογα με την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος. Η ύπαρξη στερητικής της ελευθερίας ποινής ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για να καθορίσει εάν ένα αδίκημα είναι ήσσονος σημασίας, αν και δεν είναι αποφασιστικό.
Η ερμηνεία αυτή ήταν σύμφωνη με τους γενικούς κανόνες για την ερμηνεία των συνθηκών που προβλέπονται στη σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών.
(ii) Αξιολόγηση στην παρούσα περίπτωση
Σοβαρότητα. Στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε πρόστιμο 153.800 ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να ήταν ακόμη υψηλότερο, έως το διπλάσιο του ποσού αυτού. Το ποσό του προστίμου ήταν ισοδύναμο με τις συνολικές προσωπικές αποταμιεύσεις που κατά τη διάρκεια των τακτικών επισκέψεών του στην Ισπανία κατάφερε να συγκεντρώσει.
Δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι τα επίμαχα χρήματα προήλθαν από πρακτικές που συνδέονται με ξέπλυμα χρήματος, η σοβαρότητα της ποινής έπρεπε να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης που διαπιστώθηκε, δηλαδή στη μη δήλωση του μεταφερόμενου ποσού και όχι με βάση τη σοβαρότητα της πιθανής παράβασης, η οποία δεν είχε σημειωθεί σε αυτό το στάδιο, δηλαδή για ξέπλυμα χρήματος ή φοροδιαφυγή.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, πρέπει να σημειωθεί ότι είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωση δήλωσης χρημάτων σε κάθε είσοδό του στην ισπανική επικράτεια.
Διαδικαστικές εγγυήσεις. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Μαδρίτης δεν περιλάμβανε αιτιολογία για την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου, παρά την ανάγκη μιας τέτοιας ανάλυσης βάσει του επίμαχου νόμου. Πράγματι, η απόφαση δεν ανέφερε ούτε τις προσωπικές περιστάσεις του προσφεύγοντος, ούτε τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που είχε παράσχει. Αυτή ήταν μια απαίτηση την οποία το ΕΔΔΑ είχε επισημάνει επανειλημμένα κατά την εκτίμηση των τελωνειακών κυρώσεων από τη σκοπιά του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, για να υπάρχει νόμιμη εξαγωγή κεφαλαίων έπρεπε το ποσό απλά να έχει δηλωθεί, δηλαδή δεν απαιτείτο προηγούμενη έγκριση, για τους σκοπούς των σχετικών ελέγχων που αποσκοπούν στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Επομένως, η ένσταση σχετικά με τα αδικήματα «ήσσονος σημασίας» δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
(β) Εξαίρεση σχετικά με διαφορές που ασκούνται απευθείας ενώπιον του «ανώτατου δικαστηρίου». Στον τομέα των διοικητικών διαφορών, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι μέρος της ιεραρχίας των τακτικών δικαστηρίων και στο οποίο μπορούν να ασκηθούν αναιρέσεις αμέσως μετά τις αποφάσεις του Ανώτερου Δικαστηρίου, εάν η αξίωση υπερβαίνει το απαιτούμενο όριο (ορίζεται από το νόμο σε 600.000 ευρώ). Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να θεωρηθεί το Ανώτερο Δικαστήριο ως το ανώτατο δικαστήριο που υπήρχε.
(3) Σεβασμός του δικαιώματος: ο προσφεύγων είχε δικαίωμα προσφυγής;
Όργανο που θεωρείται ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, τα όργανα «που δεν είναι δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης δεν μπορούν να θεωρηθούν δικαστήρια». Αυτό ισχύει για το όργανο που είναι υπεύθυνο για την επιβολή του προστίμου στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοοικονομικής Πολιτικής, η οποία εμπίπτει απευθείας στο Υπουργείο Οικονομίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στη διάθεση του προσφεύγοντος ήταν το Ανώτερο Δικαστήριο (Higher Court).
Ακαταλληλότητα του ρόλου του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την παροχή του απαιτούμενου δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση, τα Εφετεία ή τα ακυρωτικά δικαστήρια μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις απαιτήσεις διασφάλισης του «δικαιώματος ενδίκου μέσου». Ωστόσο, δεν αναφέρεται στα Συνταγματικά Δικαστήρια. Υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων που ασκεί το Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της συνταγματικής προσφυγής, όπως περιγράφεται παρακάτω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παρείχε το απαιτούμενο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας για τον προσφεύγοντα.
Στο ισπανικό δίκαιο, η αρμοδιότητα αξιολόγησης θεμάτων του κοινού δικαίου ασκείται από δικαστήρια που αποτελούν μέρος του δικαστικού σώματος (συμπεριλαμβανομένων των Εφετείων και των ακυρωτικών δικαστηρίων). Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συνταγματικές προσφυγές, ο Κανονισμός του Συνταγματικού Δικαστηρίου περιορίζει τις εξουσίες του τελευταίου στο να αξιολογεί το κατά πόσον τα δικαιώματα ή οι ελευθερίες του προσφεύγοντος έχουν παραβιαστεί και να τα προστατεύει ή να τα αποκαθιστά. Ο Κανονισμός ορίζει ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο πρέπει να απέχει από οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση σχετικά με τις ενέργειες των δικαστικών οργάνων. Το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο τόνισε στη νομολογία του ότι η συνταγματική προσφυγή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αίτηση αναίρεσης.
Παρά τη συμμόρφωσή του με τις μεταβατικές διατάξεις του επίδικου νόμου, η εφαρμογή των επίδικων περιορισμών όσον αφορά τον προσφεύγοντα, είχε παραβιάσει την ίδια την ουσία του δικαιώματος που κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 2 του 7ου πρωτοκόλλου, υπερβαίνοντας το περιθώριο εκτίμησης του κράτους.
Ως εκ τούτου, κρίθηκε ομόφωνα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 2 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.