ΑΠΟΦΑΣΗ
Safonov και Safonova κατά Ουκρανίας της 18.06.2020 (αρ. προσφ. 24391/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εκτέλεση αποφάσεων, δίκαιη δίκη και δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Οι προσφεύγοντες κύριοι ενός διαμερίσματος, προσέφυγαν στα εγχώρια δικαστήρια για την αναγνώριση της κυριότητας τους. Με αμετάκλητες αποφάσεις αναγνωρίστηκαν κύριοι του ακινήτου, ωστόσο το Γραφείο Απογραφής αρνήθηκε να προβεί στην καταχώρηση της ιδιοκτησίας τους.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η εκτέλεση δικαστικής απόφασης θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της «δίκης» για τους σκοπούς του άρθρου 6 και ότι η αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση εκ μέρους των εγχώριων αρχών για την εκτέλεση απόφασης συνιστά, παράβαση αυτής της διάταξης. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η άρνηση του γραφείου απογραφής να προβεί στην εκτέλεση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνώριζε τους προσφεύγοντες ως κυρίους ακινήτου, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ).
Αντιστοίχως το ΕΔΔΑ έκρινε παραβίαση του άρθρου 13 λόγω του γεγονότος ότι οι προσφεύγοντες δεν διέθεταν αποτελεσματικά μέσα για τις καταγγελίες τους για μη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Eduard Safonov και Natalya Safonova είναι Ουκρανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1973 και 1976 αντίστοιχα και ζουν στη Μόσχα.
Η υπόθεση αφορούσε τη διαμάχη των προσφευγόντων με τις τοπικές αρχές και τις ιδιωτικές εταιρείες σχετικά με μία οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα στη Γιάλτα της Κριμαίας.
Σύμφωνα με δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις από το 2001 έως το 2005, οι προσφεύγοντες έγιναν ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος . Τον Οκτώβριο του 2007 το Εφετείο της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας ακύρωσε τον τίτλο των προσφευγόντων επί του διαμερίσματός τους και διέταξε το Γραφείο Απογραφής να καταχωρίσει την εταιρεία Sanatoriy im. Kirova Ltd («Εταιρεία 1») ως ιδιοκτήτρια του κτιρίου το οποίο πούλησε τον Ιανουάριο 2008 σε άλλη εταιρεία, την Topaz-K Ltd («Εταιρεία 2»).
Μετά τη διαδικασία που κινήθηκε από τους προσφεύγοντες το Ανώτατο Δικαστήριο τον Ιούνιο του 2009 επικύρωσε τελικά τον τίτλο των προσφευγόντων επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Τον Σεπτέμβριο του 2009 η εταιρεία 2 πούλησε το κτίριο στην Selbilliar Ltd (“Εταιρεία 3”). Στις 4 Νοεμβρίου 2009, το Δικαστήριο της Γιάλτας διέταξε το Γραφείο Απογραφής να καταχωρίσει το δικαίωμα των προσφευγόντων επί της οριζόντιας. Η απόφαση έγινε αμετάκλητη, αλλά παρέμεινε ανεφάρμοστη.
Τον Ιανουάριο του 2010, το Γραφείο Απογραφής ανακοίνωσε στους προσφεύγοντες ότι δεν μπορούσε να εκτελέσει την απόφαση καθώς το διαμέρισμά τους και άλλα στο κτίριο είχαν καταχωρηθεί ως ιδιοκτησία της εταιρείας 3. Οι προσφεύγοντες κίνησαν διαδικασίες και στις 16 Φεβρουαρίου 2010 το δικαστήριο διέταξε το Γραφείο Απογραφής να ανανεώσει την εγγραφή της ιδιοκτησίας τους επί του διαμερίσματος. Η απόφαση έγινε αμετάκλητη, αλλά παρέμεινε ανεκτέλεστη.
Το 2010 η εταιρεία 3 πούλησε το κτίριο στην High Tech Group Ltd (“Εταιρεία 4”). Τον Μάρτιο του ίδιου έτους οι προσφεύγοντες κίνησαν διαδικασία εναντίον των εταιρειών 2-4 για την κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι οι προσφεύγοντες είχαν κυριότητα επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας, ζούσαν σε αυτή και δεν απαιτούνταν η επιστροφή του από την εταιρεία 4.
Ένα πέμπτο σύνολο διαδικασιών που αφορούσε την εταιρεία 4 και το κτίριο, έληξε τον Απρίλιο του 2014. Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν βασιζόμενοι στα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της Σύμβασης σχετικά με τη μη εκτέλεση των αποφάσεων της 4ης Νοεμβρίου 2009 και 16 Φεβρουαρίου 2010, που αφορούσαν την καταχώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους επί του διαμερίσματος, και για έλλειψη αποτελεσματικών διορθωτικών μέτρων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
α) Αρθρο 6 παρ. 1
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την ουκρανική νομοθεσία, όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, η κρατική εγγραφή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε ακίνητα από τα Γραφεία Απογραφής αποτελούσε συστατικό στοιχείο για την κατοχύρωση τέτοιων δικαιωμάτων. Συνεπώς, η διαδικασία που οδήγησε στις τελικές και εκτελεστές αποφάσεις της 4ης Νοεμβρίου 2009 και της 16ης Φεβρουαρίου 2010, οι οποίες διέταξαν το Γραφείο Απογραφής να καταχωρίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγόντων στο διαμέρισμα, αφορούσε τα αστικά δικαιώματα τους. Το άρθρο 6 ήταν επομένως εφαρμοστέο.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του, η εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται από δικαστήριο πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της «δίκης» για τους σκοπούς του άρθρου 6 και ότι η αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση εκ μέρους των εγχώριων αρχών για την εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους συνιστά, κατά γενικό κανόνα, παράβαση αυτής της διάταξης.
Όσον αφορά τα επιχειρήματα της κυβέρνησης ότι η εκτέλεση των αποφάσεων της 4ης Νοεμβρίου 2009 και της 16ης Φεβρουαρίου 2010 θα οδηγούσε σε παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των εταιρειών 3 ή 4, το Δικαστήριο τα απέρριψε για τους ακόλουθους λόγους. Σημείωσε ότι στις 20 Ιανουαρίου 2010, το Γραφείο Απογραφής ενημέρωσε τους προσφεύγοντες ότι δεν μπορούσε να εκτελέσει την απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2009 και να καταχωρίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους στο διαμέρισμα, επειδή είχε ήδη εγγραφεί ως ιδιοκτησία της Εταιρείας 3. Ωστόσο, με αμετάκλητη απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2010, το Δικαστήριο της Γιάλτας διέταξε επανειλημμένα το Γραφείο Απογραφής να καταχωρίσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγόντων στο διαμέρισμα. Δήλωσε ότι η Εταιρεία 3 ήταν εγγεγραμμένη ως ιδιοκτήτρια του κτιρίου αλλά όχι της συγκεκριμένης οριζόντιας ιδιοκτησίας, η οποία αποτελούσε ξεχωριστό αντικείμενο ακίνητης περιουσίας και ανήκε στους προσφεύγοντες. Τέλος, ο φάκελος της υπόθεσης δεν περιείχε κανένα έγγραφο από το Γραφείο Απογραφής που να ενημέρωνε τους προσφεύγοντες ότι δεν ήταν σε θέση να εκτελέσουν τις επίμαχες αποφάσεις λόγω της φερόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων της Εταιρείας 4. Ούτε περιείχε έγκυρη δικαστική απόφαση που να επιβεβαιώνει τον τίτλο της εταιρείας 4 στο διαμέρισμα. Αντιθέτως, στις 25 Απριλίου 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις αποφάσεις των κατωτέρων δικαστηρίων ότι οι προσφεύγοντες – και όχι η Εταιρεία 4 – ήταν οι κύριοι της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν κατανοούσε πώς η εκτέλεση των αποφάσεων της 4ης Νοεμβρίου 2009 και της 16ης Φεβρουαρίου 2010 θα παραβίαζε τα δικαιώματα της Εταιρείας 4.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις και έχοντας υπόψη τη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης) λόγω μη εκτέλεσης των επίμαχων αποφάσεων.
β) Άρθρο 13
Το δικαστήριο σημείωσε ότι ούτε η πάγια νομολογία του, ούτε κανένα γεγονός ή επιχείρημα υποδηλώνουν ότι οι προσφεύγοντες είχαν αποτελεσματικά μέσα για τις καταγγελίες τους για μη εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Το Δικαστήριο κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν τέτοια μέσα, κατά παράβαση του άρθρου 13 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη στους προσφεύγοντες από κοινού (επιμέλεια echrcaselaw.com).