ΑΠΟΦΑΣΗ
Kaminskas κατά Λιθουανίας της 04.08.2020 (αριθ. προσφ. 44817/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατεδάφιση κατοικίας σε δασική περιοχή και προστασία του περιβάλλοντος. Δικαίωμα προστασίας σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Απόφαση δικαστηρίου για κατεδάφιση παράνομου κτίσματος του προσφεύγοντος, που το έκτισε σε δασική έκταση, γνωρίζοντας το δασικό χαρακτήρα του ακινήτου.
Η κατάσταση του προσφεύγοντος (ηλικία, υγεία, εισόδημα) αξιολογήθηκε από τα δικαστήρια παρά το γεγονός ότι τα ίδια δεν είχαν την υποχρέωση να το πράξουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Υπέρ του προσφεύγοντος, μάλιστα, λήφθηκαν διάφορα μέτρα, όπως παράταση της προθεσμίας κατεδάφισης, ώστε να καταστεί δυνατή η εκ των υστέρων νομιμοποίηση του κτίσματος. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο νόμος αποσκοπούσε στην προστασία του περιβάλλοντος έναντι των συμφερόντων ατόμων που είχαν πραγματοποιήσει παράνομες κατασκευές σε προστατευόμενες περιοχές. Το Στρασβούργο αρκέστηκε στο ότι οι εγχώριες αρχές αξιολόγησαν όλες τις σχετικές περιστάσεις και εξέτασαν όλους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος με βάση την προσωπική του του κατάσταση και δεν είναι σε θέση να διαπίστωσε ότι το κράτος υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Μη παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Vytautas Kaminskas, γεννήθηκε το 1950 και ζει στην Kulautuva (Λιθουανία).
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την απόφαση κατεδάφισης του κτίσματος που είχε κατασκευάσει παράνομα σε δασική έκταση. Τον Ιούνιο του 2012, η Κρατική Επιθεώρηση Χωροταξικού Σχεδιασμού και Κατασκευής του Υπουργείου Περιβάλλοντος επιθεώρησε τη έκσταση η οποία ανήκε στον προσφεύγοντα ευρισκόμενη σε περιοχή η οποία είχε χαρακτηριστεί ως δασική έκταση. Διαπίστωσε ότι είχε κατασκευάσει παράνομα ένα σπίτι και μία αποθήκη και στη συνέχεια διέταξε την κατεδάφισή τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2013, η Επιθεώρηση κίνησε διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος για μη συμμόρφωσή του με την εντολή. Το δικαστήριο που ασχολήθηκε με την υπόθεση την ανέστειλε την εκδίκαση δύο φορές καθώς ο προσφεύγων είχε αναλάβει τις διαδικασίες νομιμοποίησης της κατασκευής τροποποιώντας το καθεστώς της γης και με τον ισχυρισμό ότι ο παππούς του είχε χτίσει νωρίτερα ένα σπίτι στην εν λόγω έκταση. Αυτές οι προσπάθειες κρίθηκαν ανεπιτυχείς.
Το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της Επιθεώρησης τον Οκτώβριο του 2017 και μετά την άσκηση των ενδίκων μέσων η απόφαση κατέστη αμετάκλητη τον Απρίλιο του 2018.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του σπιτιού) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την απόφαση περί κατεδάφισης του σπιτιού του.
ΤΟ ΣΤΡΑΒΣΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Μη παραβίαση του άρθρου 8
Εν προκειμένω, δεν υπήρχε καμία διαφωνία ότι ο προσφεύγων είχε χτίσει το σπίτι του παράνομα και ότι το έπραξε εν γνώσει του – δεν το αμφισβήτησε ούτε σε εγχώριο επίπεδο ούτε ενώπιον του ΕΔΔΑ. Πράγματι, ο ίδιος όφειλε να γνωρίζει τους περιορισμούς στην κατασκευή κατοικίας επάνω σε ακίνητο που είχε ήδη χαρακτηριστεί ως δασική έκταση. Σημειωτέον ότι πριν από την κατασκευή του σπιτιού, έκανε κάθε προσπάθεια να αλλάξει το καθεστώς του οικοπέδου ή να διασφαλίσει τη νομιμότητα της κατασκευής με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Φαίνεται ότι άρχισε να ερευνά τρόπους για να νομιμοποιήσει αναδρομικά την παράνομη κατασκευή μόνο μετά την έκδοση της απόφασης για κατεδάφιση. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι αρχές ανέλαβαν οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να οδηγήσει τον προσφεύγοντα να πιστεύει ότι το κτίσμα ήταν νόμιμο ή ότι θα μπορούσε να το νομιμοποιήσει εκ των υστέρων.
Επομένως, ο προσφεύγων έχτισε το σπίτι σε δασική γη, προβαίνοντας σε συνειδητή παράβαση των απαγορεύσεων του νόμου. Επομένως, η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ήταν αποτέλεσμα δικής του ενέργειας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εθνικός νόμος δεν προέβλεπε γενικό και απόλυτο κανόνα ότι οποιοδήποτε κτίριο που χτίστηκε χωρίς άδεια έπρεπε να κατεδαφιστεί – υπήρχε η δυνατότητα νομιμοποίησης τέτοιων κτιρίων εκ των υστέρων. Ούτε η απαγόρευση της οικοδόμησης σε δασική γη ήταν απόλυτη. Ο νόμος προέβλεπε περιορισμένο αριθμό εξαιρέσεων όπου το καθεστώς της δασικής γης μπορούσε να αλλάξει προκειμένου να επιτραπεί η οικοδόμηση.
Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου αυτές οι εξαιρέσεις δεν ήταν εφαρμόσιμες και δεν μπορούσε να επιτραπεί η κατασκευή, η δυνατότητα αναδρομικής νομιμοποίησης αποκλειόταν από το νόμο και τα κτίρια έπρεπε να κατεδαφιστούν. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση του νομοθέτη να προτάξει την προστασία του περιβάλλοντος έναντι των συμφερόντων ατόμων που είχαν πραγματοποιήσει παράνομες κατασκευές σε προστατευόμενες περιοχές. Κατά συνέπεια, σε καταστάσεις όπως η επίδικη, ο εσωτερικός νόμος απαίτησε από τα δικαστήρια να εκτιμήσουν μόνο εάν το κτίριο είχε κατασκευαστεί νόμιμα σε δασική έκταση. Παρ’ όλα αυτά, τα δικαστήρια που εξέτασαν την υπόθεση έκριναν ότι έπρεπε να λάβουν υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προσωπικής του κατάστασης και την αναλογικότητα του προτεινόμενου μέτρου.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, το καθήκον του δεν είναι να αναθεωρήσει το εθνικό δίκαιο σε αφηρημένη μορφή, αλλά να καθορίσει εάν ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε στην περίπτωση του προσφεύγοντος, οδήγησε σε παραβίαση της ΕΣΔΑ.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγχώριες αρχές έλαβαν διάφορα μέτρα με σκοπό να παράσχουν στον προσφεύγοντα ευκαιρίες να βελτιωθεί η κατάστασή του. Ειδικότερα, η Επιθεώρηση παράτεινε την προθεσμία για κατεδάφιση του σπιτιού, τα δικαστήρια που εξέτασαν την κατεδάφιση την ανέστειλαν αρκετές φορές προκειμένου να του επιτρέψουν να ζητήσει εκ των υστέρων νομιμοποίηση της κατασκευής, έλαβαν δε υπόψιν τους τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής και παρόλο που η Επιθεώρηση έλαβε την άδεια να κατεδαφίσει το σπίτι του, ο προσφεύγων απέφυγε την εκτέλεση των μέτρων για περισσότερο από ένα χρόνο από τότε που η απόφαση κατέστη αμετάκλητη.
Το Δικαστήριο είχε γνώση της δύσκολης κατάστασης του προσφεύγοντος λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, της κακής υγείας και των χαμηλών εισοδημάτων του. Ωστόσο, τα δικαστήρια ζυγίζοντας τα συμφέροντα του και το γενικό συμφέρον για τη διατήρηση των δασών και του περιβάλλοντος, έκρινε ότι ούτε η ηλικία, ούτε λοιπές προσωπικές περιστάσεις του, δε θα μπορούσαν να έχουν αποφασιστική βαρύτητα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ίδιος είχε χτίσει εν γνώσει του το σπίτι σε δασική περιοχή χωρίς άδεια.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αρκείται στο ότι οι εγχώριες αρχές αξιολόγησαν όλες τις σχετικές περιστάσεις και εξέτασαν όλους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος με βάση την προσωπική του κατάσταση. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι το κράτος υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που του αποδίδεται βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της προσωπικής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).