ΑΠΟΦΑΣΗ
Antia και Khupenia κατά Γεωργίας της 18.06.2020 (αριθ. προσφ.7523/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παραγραφή αδικήματος, καταδίκη και αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege.
Οι προσφεύγουσες κατηγορήθηκαν για παράβαση καθήκοντος και καταδικάστηκαν μετά πάροδο διετίας από την τέλεση το αδικήματος, όταν πλέον το αδίκημα είχε παραγραφεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικύρωσε την καταδίκη τους όσον αφορά την τέλεση της αξιόποινης πράξης ωστόσο δέχτηκε την παραγραφή και διέγραψε την ποινή από το ποινικό τους μητρώο. Η αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των αστικών δικαστηρίων απορρίφθηκε λόγω της καταδίκης τους. Άσκησαν καταγγελία για παράβαση της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege (άρθρο 7 της ΕΣΔΑ).
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το άρθρο 7 παρέχει αποτελεσματικές διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης δίωξης, της καταδίκης και της τιμωρίας.
Το ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση έκρινε ότι οι προσφεύγουσες καταδικάστηκαν παρόλο που το αδίκημα είχε παραγραφεί. Επίσης διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε το αίτημα παραίτησης των προσφευγουσών από την διαδικασία και παρόλο που απαλλάχτηκαν από την εκτέλεση της ποινής, αντιμετωπίστηκαν από τα αστικά Δικαστήρια σαν να έχουν καταδικαστεί. Κατά συνέπεια διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ .
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 7
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες Marina Antia and Nana Khupenia είναι υπήκοοι της Γεωργίας οι οποίες γεννήθηκαν το 1964 και 1960 αντίστοιχα και ζουν στο Zugdidi (Γεωργία).
Τον Οκτώβριο του 2006, οι προσφεύγουσες κατηγορήθηκαν για παράβαση καθήκοντος κατά τη διάρκεια της εργασίας τους ως επιθεωρήτριες στο Unified State Social Insurance Fund («το Ταμείο»), μεταξύ 1995 και 2004, το οποίο φέρεται να είχε οδηγήσει μισθωτούς να λάβουν παράνομα συντάξεις από το Ταμείο. Καταδικάστηκαν το 2008 και τους επιβλήθηκε πρόστιμο.
Κατόπιν έφεσης, υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η καταδίκη τους δεν μπορούσε να προβλεφθεί καθώς τα μέλη του προσωπικού του Ταμείου υπάγονταν σε πειθαρχικές ποινές λόγω παράβασης των καθηκόντων τους μετά τις τροποποιήσεις του 2006 στο άρθρο 342 § 1 του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, η παράβαση καθήκοντος εκ μέρους υπαλλήλου αποτελούσε πταίσμα με παραγραφή στα δύο χρόνια, η οποία είχε συμπληρωθεί τον Οκτώβριο 2006, καθώς οι κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί πριν από τον Ιανουάριο του 2004. Τον Νοέμβριο του 2008 το Εφετείο του Kutaisi απέρριψε τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο τον Μάιο του 2009 επικύρωσε τελικά την καταδίκη των προσφευγουσών, διαπιστώνοντας ότι είχαν διαπράξει το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος. Ωστόσο, συμφώνησε ότι είχε παραγραφεί μετά το πέρας των δύο ετών, και κατήργησε τα πρόστιμά τους διαγράφοντας την απόφαση από το ποινικό τους μητρώο.
Οι προσφεύγουσες ζήτησαν αποζημίωση από τον Οργανισμό Κοινωνικών Υπηρεσιών, τον νόμιμο διάδοχο του Ταμείου, για τις καταγγελίες των συμβάσεών τους το 2006. Ωστόσο, τα δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Ανώτατου Δικαστηρίου, απέρριψαν τους ισχυρισμούς τους, σημειώνοντας ότι οι καταδίκες τους και η απαλλαγή τους είχαν έγκυρη νομική βάση.
Βασιζόμενες στο άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι προσφεύγουσες κατήγγειλαν ότι η καταδίκη τους για παράβαση καθήκοντος είχε παραγραφεί και ότι παραβιάστηκε η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, το οποίο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου, παρέχει αποτελεσματικές διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης δίωξης, καταδίκης και τιμωρίας.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να επιλύσουν προβλήματα ερμηνείας της εσωτερικής νομοθεσίας. Ο ρόλος του περιορίζεται επομένως στο να εξακριβωθεί αν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ερμηνείας είναι συμβατά με τη Σύμβαση. Ωστόσο, η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου πρέπει να είναι μεγαλύτερη όταν η ίδια η Σύμβαση, το άρθρο 7 στην παρούσα υπόθεση, απαιτεί την ύπαρξη νομικής βάσης για καταδίκη και ποινή. Το άρθρο 7 § 1 απαιτεί από το Δικαστήριο να εξετάσει εάν υπήρχε μια ισχύουσα νομική βάση για την καταδίκη των προσφευγουσών και, ειδικότερα, πρέπει να βεβαιωθεί ότι το αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε από τα εγχώρια εθνικά δικαστήρια ήταν συμβατό με το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η καταγγελία των προσφευγουσών αφορά δύο ζητήματα: την καταδίκη τους παρά το γεγονός ότι το ποινικό αδίκημα είχε παραγραφεί και για την προβλεψιμότητα του ποινικού δικαίου σε σχέση με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 342 § 1 του Ποινικού Κώδικα.
Στο πλαίσιο αυτό, η παραγραφή στην υπόθεση των προσφευγουσών αναγνωρίστηκε ρητά από το Ανώτατο Δικαστήριο και δεν αμφισβητήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Όσον αφορά τη νομική επίπτωση μιας τέτοιας διαπίστωσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η σχετική εσωτερική νομοθεσία – συγκεκριμένα το άρθρο 28 παρ. 1 στ. ε) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – ορίζει ότι η ποινική διαδικασία έπρεπε να περατωθεί εφόσον είχε παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Ωστόσο, εάν ο κατηγορούμενος ήταν «αντίθετος μίας τέτοιας έκβασης», η ποινική διαδικασία θα συνεχιζόταν με τη συνήθη διαδικασία και θα τερματίζονταν με την αθώωση του κατηγορουμένου ή την απαλλαγή του από την ποινή. Το Δικαστήριο όφειλε να ερευνήσει συνεπώς εάν οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει ρητό αίτημα να μην περατωθεί η διαδικασία για να δικαιολογήσουν την απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να συνεχίσουν την διαδικασία για τη σχετική παραβίαση.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναγνώρισε το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει διάφορες παρατηρήσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, είχαν αναφερθεί στο άρθρο 28 παρ. 1 στ.ε και στο άρθρο 6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και είχαν ζητήσει, ως εναλλακτική λύση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο «να τους απαλλάξει από την εκτέλεση της ποινής». Ωστόσο, δεν μπορεί το Δικαστήριο να υποθέσει τους λόγους για τους οποίους οι προσφεύγουσες διατύπωσαν τις σχετικές αιτήσεις με τέτοιο τρόπο, εκτός από το γεγονός ότι αυτές οι παρατηρήσεις δύσκολα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ρητή παραίτηση από τη σημαντική προστασία του εσωτερικού δικαίου κατά της καταδίκης σε αδίκημα που έχει παραγραφεί.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην καταδίκη των προσφευγουσών χωρίς να εξετάσει καθόλου το ζήτημα της παραίτησης, εάν πράγματι υπήρχε. Δεδομένης της σιωπής του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του θέματος και της σημασίας του διακυβευόμενου δικαιώματος, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εικάσει εάν τα εγχώρια δικαστήρια αντιμετώπισαν τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις των προσφευγουσών ως σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμά τους – εγγυημένο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία – να μην καταδικαστούν για αδίκημα που είχε παραγραφεί. Είναι επομένως προφανές ότι οι προσφεύγουσες καταδικάστηκαν για πράξεις που δεν τιμωρούνταν πλέον λόγω παραγραφής, και τα εθνικά δικαστήρια δεν έδωσαν καμία εξήγηση για να ακολουθήσουν μια τέτοια προσέγγιση στην υπόθεσή τους.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες απαλλάχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο από την εκτέλεση της ποινής με το περαιτέρω αποτέλεσμα της διαγραφής της ποινής από το ποινικό μητρώο σχετικά με το σχετικό αδίκημα, στις μεταγενέστερες διαδικασίες κατά της Υπηρεσίας Κοινωνικών Υπηρεσιών για την αποζημίωση, τα εγχώρια δικαστήρια, έως και το Ανώτατο Δικαστήριο, αντιμετώπισαν τις προσφεύγουσες σαν να είχαν καταδικαστεί στην προηγούμενη διαδικασία.
Οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις αρκούσαν για να μπορέσει το Δικαστήριο να διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 7 χωρίς να αντιμετωπίσει το δεύτερο σκέλος της καταγγελίας των προσφευγουσών σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 342 § 1 του Ποινικού Κώδικα κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της Σύμβασης στις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση μιας παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγουσες (επιμέλεια echrcaselaw.com).