Ένας στους τρεις μετανάστες στον κόσμο (που υπολογίζονταν σε περισσότερους από 250 εκατομμύρια το 2017) θέλουν να πάνε ή πάνε στην Ευρώπη. Η μετανάστευση τροφοδοτείται από την προσδοκία καλύτερων συνθηκών ζωής, ασφάλειας, εργασίας και περίθαλψης και από ανυπόφορες συνθήκες στις χώρες προέλευσης, λόγω πολέμων, στρατιωτικών επεμβάσεων, κλιματικής αλλαγής και οικονομικών καταρρεύσεων.
Στην Ευρώπη, σημειώνει σχετικό άρθρο στο blog της Παγκόσμιας Τράπεζας, συζητώνται συχνά και πολύ έντονα οι επιπτώσεις των μεταναστευτικών ρευμάτων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, τόσο τα αρνητικά, όσο και τα θετικά, όπως η χρησιμοποίηση από τις χώρες υποδοχής εκπαιδευμένου και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και επιστημόνων. Συζητώνται όμως ελάχιστα οι επιπτώσεις στις χώρες προέλευσης.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι σημαντικά μεταναστευτικά ρεύματα σημειώνονται όχι μόνο από άλλες ηπείρους στην Ευρώπη, αλλά και εντός αυτής, τόσο μεταξύ μελών της ΕΕ, όσο και από μη μέλη προς μέλη. Για παράδειγμα, σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της Βοσνίας/Ερζεγοβίνης και το 40% των κατοίκων της Αλβανίας έχουν μεταναστεύσει. Περισσότερο από το ένα τρίτο των πανεπιστημιακών αποφοίτων στις δύο χώρες, όπως και στη Βόρειο Μακεδονία, ζουν σήμερα στο εξωτερικό. Ένας στους πέντε καλά εκπαιδευμένους και εξειδικευμένους Ρουμάνους, Βούλγαρους και Κροάτες φεύγουν στο εξωτερικό σε αναζήτηση ευκαιριών.
Η μετανάστευση αυτή και ιδίως η «άντληση εγκεφάλων» (brain drain) έχει προφανείς πολύ αρνητικές έως καταστρεπτικές επιπτώσεις στις χώρες προέλευσης των μεταναστών, πλήττοντας την οικονομική παραγωγικότητα και την ανάπτυξη σημαντικών δημόσιων υπηρεσιών, όπως η περίθαλψη και η εκπαίδευση.
Μεταξύ των ειδικών πολιτικών που μπορούν να εφαρμοσθούν, σύμφωνα με το άρθρο στο blog της Παγκόσμιας Τράπεζας, για να ανακοπεί η μετανάστευση και ιδίως η άντληση εγκεφάλων και οι συνέπειές τους, είναι οι ακόλουθες:
– Η αύξηση της παραγωγικότητας σε επαγγέλματα υψηλών προδιαγραφών, πολλά από τα οποία είναι στον δημόσιο τομέα και πιο ανταγωνιστικοί μισθοί, ως κίνητρο για την παραμονή των εργαζομένων στις χώρες τους. Η ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό ταμείο πρέπει να συνδυαστεί με μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα.
– Επέκταση και βελτίωση της τριτοβάθμιας και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης για να περιοριστεί ο αριθμός όσων την αναζητούν στο εξωτερικό. Τα πλεονεκτήματα υπερτερούν του φόβου ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ευνοήσει την αποδημία αποφοίτων. Την προσέγγιση αυτή ακολουθούν ήδη η Ρουμανία και η Κροατία.
– Η αντιμετώπιση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες υψηλών προσόντων είναι η ταχύτερα αυξανόμενη ομάδα μεταξύ όλων των μεταναστών από την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
– Η αύξηση της «συνδεσιμότητας» (connectivity). Η διατήρηση δηλαδή ενεργών δεσμών των εκπατρισμένων με τις χώρες προέλευσης, που μπορεί να έχει θετική επίπτωση σε αυτές, μέσω εμβασμάτων, επενδύσεων και μεταφοράς τεχνολογίας.
– Φορολογικές απαλλαγές ως κίνητρο για την επιστροφή των μεταναστών υψηλών προσόντων, που μπορεί να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, ιδίως όταν φέρουν κεφάλαιο και γνώση, και εφόσον οι χώρες προέλευσης των μεταναστών δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες γι’ αυτούς και για την πλήρη χρήση των προσόντων και της εμπειρίας τους. (Βεβαίως με προσοχή, γιατί η διαρκής τάση μείωσης της φορολογίας παγκοσμίως, απειλεί άμεσα τις πιο θεμελιώδεις κρατικές λειτουργίες, όπως την παροχή ικανοποιητικής περίθαλψης, συνταξιοδότησης, εκπαίδευσης και ασφάλειας).
Αν όμως αυτές όλες είναι χρήσιμες πολιτικές, δεν αναιρούν, αναγνωρίζει το κείμενο στο blog της Παγκόσμιας Τράπεζας, την ανάγκη να αντιμετωπισθεί η θεμελιώδης αιτία της μετανάστευσης. Ο καλύτερος και μακροχρόνια πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αποτραπεί η «άντληση εγκεφάλων» είναι να δημιουργηθούν λόγοι στους πολίτες για να μείνουν στις χώρες τους, δηλαδή καλύτερα επαγγέλματα, περισσότερες ευκαιρίες και υψηλότερα επίπεδα ζωής. «Πρώτα και κύρια», αναφέρει το άρθρο, «πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επίμονη μετανάστευση είναι συνήθως το σύμπτωμα, όχι η αιτία του προβλήματος. Μακροχρόνια, οι κυβερνήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν τα θεμελιώδη προβλήματα βελτίωσης της κυβερνησιμότητας (governance), της ενίσχυσης των θεσμών και της βελτίωσης των παρεχομένων δημοσίων υπηρεσιών».
Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την καταπολέμηση της τάσης για απόκλιση των οικονομιών και κοινωνιών της, με αύξηση των ενδοευρωπαϊκών ανισοτήτων, που παρατηρείται ακόμα πιο έντονα και δραματικά στα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας