Μία ενδιαφέρουσα απόφασή σχετικά με προσκόμιση αποδεικτικών εγγράφων σε δικαστήριο και παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εξέδωσε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 186/2020).
Η υπόθεση αφορούσε σε προσκόμιση επιστολής, η οποία είχε σταλεί από τη δικηγόρο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αφορούσε δικηγορική αμοιβή σε διαφορετική υπόθεση.
Ο αντίδικος είχε πρόσβαση στο έγγραφο ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας-εντολέως της δικηγόρου στην υπόθεση εκείνη και το προσκόμισε ενώπιον δικαστηρίου σε μη σχετική υπόθεση ως αποδεικτικό στοιχείο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε πως είναι εσφαλμένη η κρίση του Εφετείου “ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997″.
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι το εάν ο αντίδικος έλαβε νομίμως ή όχι γνώση των περιλαμβανομένων στο έγγραφο αυτό προσωπικών δεδομένων, αλλά το ότι, αν και το εν λόγω έγγραφο περιήλθε σ’ αυτόν, στη συνέχεια προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία αυτού με την προσκόμισή του ως αποδεικτικού εγγράφου σε Δικαστήριο και ως εκ τούτου με τη χρήση των καταγεγραμμένων σ’ αυτό πληροφοριών, που αφορούσαν, εκτός των άλλων, το ποσό της αμοιβής, τον αριθμό του τραπεζικού της λογαριασμού και όλα τα στοιχεία θέσης της (ακριβής διεύθυνση/τηλέφωνο/ηλεκτρονικό ταχυδρομείο).
Επιπλέον, κρίσιμο στοιχείο είναι το εάν η ως άνω περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) εκ μέρους του αντιδίκου έγινε νόμιμα, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως άλλωστε αναφέρεται στην αγωγή, η επίδικη επιστολή εστάλη στην εντολέα της αναιρεσείουσας εταιρεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών της δικηγορικής της αμοιβής και την καταβολή του υπολοίπου αυτής στον προσωπικό της λογαριασμό και με το σκοπό η τελευταία να τηρήσει αυτήν στο αρχείο της για την επίλυση της μεταξύ τους διένεξης.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, καθοριστικής σημασίας στην παρούσα περίπτωση είναι το εάν ο αναιρεσίβλητος, αφού έλαβε την επιστολή αυτή με τα προσωπικά δεδομένα της αναιρεσείουσας, τα υπέβαλε σε περαιτέρω επεξεργασία και τα χρησιμοποίησε εναντίον του εντολέα της (Γ. Ρ.), χωρίς να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και χωρίς τα κρίσιμα προσωπικά δεδομένα να είναι συναφή με τους σκοπούς της επεξεργασίας εκ μέρους του, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγινε για την πρόκληση εντυπώσεων και την παραπλάνηση του δικαστηρίου και ως εκ τούτου κατά παράβαση των ως άνω καθιερούμένων με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου 2472/1997 αρχών της νομιμότητας του σκοπού της επεξεργασίας και της αρχής της αναλογικότητας.
Απόσπασμα της απόφασης
Ειδικότερα, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής: “…από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997. Τούτο συνάγεται επίσης ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποιήσεως του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι όμως και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού στην περίπτωση αυτή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα Με βάση τα προεκτεθέντα, η αγωγή ορθά απερρίφθη με την εκκαλουμένη ως νόμω αβάσιμη, καθόσον η κρίσιμη επιστολή, η οποία δεν αναφέρεται ότι αποκτήθηκε από τον εναγόμενο με παράνομο τρόπο, δεν αποτελεί διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να εμπίπτει στην έννοια του αρχείου, όπως προβλέπεται στο ν. 2472/1997, ούτε η προσκόμιση της ενώπιον του δικαστηρίου συνιστά άνευ ετέρου παράνομη πράξη ήτοι παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ενάγουσα, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση της στην παράβαση του ν. 2472/1997. Ο δε ισχυρισμός της ότι αρχείο νοείται κατά βάση το έγγραφο υπό διάφορες μορφές του, με την έννοια ότι η έγγραφη πληροφορία είναι αυτή που μπορεί να αποτελεί αφ’ εαυτής αντικείμενο επεξεργασίας, δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο και αντιβαίνει το σκοπό αυτού…”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του ν. 2472/1997, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 παρ.1, 4 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’, 5 παρ.1, 11 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου και εκείνες των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε, απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη την έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο αγωγή, αν και αυτές έπρεπε να εφαρμοστούν στην κρινόμενη υπόθεση, καθόσον, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συγκροτείται το πραγματικό των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων και συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους και ως εκ τούτου η αγωγή ήταν νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις αυτές.
Τούτο δε διότι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση για τη στοιχειοθέτηση της επικαλούμενης αστικής ευθύνης του αναιρεσιβλήτου (εναγομένου) δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ο τελευταίος απέκτησε το συγκεκριμένο έγγραφο (επιστολή), το οποίο αποτελούσε μέρος (περιεχόμενο) αρχείου κατά την έννοια του ν. 2472/1997, ως περιλαμβανόμενο σε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων, που είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια.
Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το έγγραφο αυτό απεστάλη από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) υπό τη μορφή συνημμένου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) προς το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας “… ΕΠΕ” Ι. Ρ. και ως εκ τούτου παρέμεινε στα ψηφιακά δεδομένα της εν λόγω εταιρείας, με αποτέλεσμα να είναι ευχερής η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με συγκεκρικμένα κριτήρια, όπως είναι η ημερομηνία αποστολής, ο αποστολέας, το θέμα κλπ.
Επίσης, κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα περίπτωση δεν είναι το εάν ο αναιρεσίβλητος έλαβε νομίμως ή όχι γνώση των περιλαμβανομένων στο έγγραφο αυτό προσωπικών δεδομένων της αναιρεσείουσας, αλλά το ότι, αν και το εν λόγω έγγραφο περιήλθε σ’ αυτόν, στη συνέχεια προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία αυτού με την προσκόμισή του ως αποδεικτικού εγγράφου στο προαναφερόμενο Δικαστήριο και ως εκ τούτου με τη χρήση των καταγεγραμμένων σ’ αυτό πληροφοριών, που αφορούσαν, εκτός των άλλων, το ποσό της αμοιβής της αναιρεσείουσας, τον αριθμό του τραπεζικού της λογαριασμού και όλα τα στοιχεία θέσης της (ακριβής διεύθυνση/τηλέφωνο/ηλεκτρονικό ταχυδρομείο).
Επιπλέον, κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω είναι το εάν η ως άνω περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου έγινε νόμιμα, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως άλλωστε αναφέρεται στην αγωγή, η επίδικη επιστολή εστάλη στην εντολέα της αναιρεσείουσας εταιρεία “… ΕΠΕ” για την εκκαθάριση των λογαριασμών της δικηγορικής της αμοιβής και την καταβολή του υπολοίπου αυτής στον προσωπικό της λογαριασμό και με το σκοπό η τελευταία να τηρήσει αυτήν στο αρχείο της για την επίλυση της μεταξύ τους διένεξης.
Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι καθοριστικής σημασίας στην παρούσα περίπτωση είναι το εάν ο αναιρεσίβλητος, αφού έλαβε την επιστολή αυτή με τα προσωπικά δεδομένα της αναιρεσείουσας, τα υπέβαλε σε περαιτέρω επεξεργασία και τα χρησιμοποίησε εναντίον του εντολέα της (Γ. Ρ.), χωρίς να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και χωρίς τα κρίσιμα προσωπικά δεδομένα να είναι συναφή με τους σκοπούς της επεξεργασίας εκ μέρους του, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έγινε για την πρόκληση εντυπώσεων και την παραπλάνηση του δικαστηρίου και ως εκ τούτου κατά παράβαση των ως άνω καθιερούμένων με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του νόμου αυτού αρχών της νομιμότητας του σκοπού της επεξεργασίας και της αρχής της αναλογικότητας.
Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 1 πλημμέλεια.
Κατά συνέπεια τούτων είναι βάσιμοι οι συναφείς δύο αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους προβάλλονται σχετικές αιτιάσεις. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή κατά την παράγραφο 3 του αρθρ. 580 ΚΠολΔ και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Η απόφαση 186/2020 είναι διαθέσιμη στο areiospagos.gr