Αστική ευθύνη νοσοκομείου για θάνατο ασθενούς 16 ετών καταλογίζει το ΣτΕ, υποστηρίζοντας πως εκδόθηκε εξιτήριο βάσει του οποίου οι θεράποντες έκριναν ότι θα αναρρώσει καλύτερα στο γνώριμο οικιακό της περιβάλλον, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής.
«Μη νόμιμη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω κανόνες» επισημαίνεται στην απόφαση Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την 1594/2020 απόφαση του κρίθηκε ότι είναι νομικό ζήτημα το αν συνιστά παράνομη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου ασθενούς όταν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση ιδιαίτερα νοσηρή, δηλαδή, κατ΄ ουσίαν, το ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ώστε η έκδοση του εξιτηρίου να συνιστά νόμιμη πράξη.
Όπως αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο «συνάγεται ότι συνιστούν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μεταξύ άλλων, η λήψη πλήρους ιστορικού του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό, μη δυνάμενου του ιατρού να επαφίεται στον ασθενή για να τον ενημερώσει σχετικώς, δεδομένου ότι ο τελευταίος, ελλείψει ιατρικών γνώσεων δεν γνωρίζει ποιες είναι οι κρίσιμες από ιατρική άποψη πληροφορίες, περαιτέρω δε, η διενέργεια όλων των αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων μέχρι να καταστεί εφικτή η εκ μέρους του τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση, καθώς και η παραπομπή του ασθενούς σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η συμβολή των οποίων είναι αναγκαία με βάση τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του υπό διερεύνηση ιατρικού περιστατικού. Περαιτέρω, ως αντικειμενικές συνθήκες κάθε ιατρικού περιστατικού νοούνται ιδίως τα ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, τα οποία, κατόπιν συνθετικής και δημιουργικής αξιοποίησής τους από τον θεράποντα ιατρό κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθορίζουν τις κατευθύνσεις της ιατρικής έρευνας στη συγκεκριμένη περίπτωση».
Για το λόγο αυτό επισημαίνεται πως «έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση συνιστά παράνομη πράξη».
Το επίμαχο περιστατικό θανάτου της 16χρονης
Στην απόφασή του το ΣτΕ παραπέμπει και σε απόφαση του διοικητικού εφετείου που έκρινε ότι η απόφαση για την έκδοση εξιτηρίου δεν αντέβαινε τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Χωρίς, όμως, όπως τονίζει να ερευνήσει αν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις έκδοσης του εξιτηρίου και διακοπής της νοσηλείας που επιβάλλονται από τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Ειδικότερα στο σκεπτικό της απόφασης του το ΣτΕ υπογραμμίζει:
«Ειδικότερα, κατά πρώτον, το διοικητικό εφετείο δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση του εξιτηρίου για τον μετέπειτα αποβιώσαντα ασθενή είχε ληφθεί πλήρες και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ιστορικό αυτού (ατομικό και κληρονομικό, προηγούμενες νοσηλείες αυτού κλπ) από όλους τους ιατρούς των διαφόρων ειδικοτήτων που ενεπλάκησαν με το ένδικο ιατρικό περιστατικό, δεδομένου ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν αντιφατικές παραδοχές σε σχέση με την κατάσταση του ασθενούς από ψυχιατρική άποψη, ενώ δεν προκύπτει ότι οι θεράποντες ιατροί υπέβαλαν προς τον ασθενή και τους γονείς του τις ερωτήσεις που προβλέπονται, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, προκειμένου να συντάξουν πλήρες ιστορικό του ασθενούς.
Κατά δεύτερον, το δικάσαν δικαστήριο δεν εξέφερε κρίση για το αν πριν από την έκδοση εξιτηρίου έγινε αξιολόγηση των συλλεγεισών κατά τη νοσηλεία του ασθενούς πληροφοριών και αξιοποίησή τους προκειμένου να αποφασιστεί ποιες είναι οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και να καταστεί εφικτή η διαφορική διάγνωση για τον ασθενή, να αποκλειστούν δηλαδή παθήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα συμπτώματα που αυτός εμφάνισε τόσο κατά την εισαγωγή του όσο και κατά την παραμονή του στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο.
Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν βεβαιώνεται ότι οι θεράποντες ιατροί διενήργησαν περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διερευνήσουν και να αποκλείσουν άλλες πιθανές αιτίες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις περιγραφείσες διαταραχές συμπεριφοράς, οι οποίες εμφανίστηκαν το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας της νοσηλείας και όχι εξ αρχής (υπνηλία, διεγέρσεις, άναρθρες κραυγές, φοβικές αντιδράσεις, έλλειψη συνεργασίας για την εφαρμογή νοσηλευτικών πράξεων) και έβαιναν εντεινόμενες μέχρι την τρίτη ημέρα της νοσηλείας, οπότε ο ασθενής περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση και αποφασίστηκε από τους θεράποντες ιατρούς η διακοπή της νοσηλείας του και η έκδοση του επίμαχου εξιτηρίου.
Προκύπτει, επίσης, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ιδίως από τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης στην οποίες κυρίως στηρίχθηκε το δικάσαν δικαστήριο ότι οι πραγματογνώμονες δεν εξέφεραν άποψη για την ορθότητα ή μη της διάγνωσης περί ψυχωσικού επεισοδίου ή περί φοβικής νεύρωσης ή περί διαταραχών συμπεριφοράς στη συγκεκριμένη περίπτωση και το αν ορθώς δεν ερευνήθηκαν και δεν αποκλείστηκαν άλλες πιθανές αιτίες των διαταραχών αυτών δεδομένου ότι δεν ρωτήθηκαν γι΄ αυτό, περιορίστηκαν δε οι πραγματογνώμονες στη διατύπωση της γενικής παραδοχής ότι η ύπαρξη διαταραχών συμπεριφοράς μπορεί να αποτελέσει λόγο για να προκριθεί η κατ΄ οίκον νοσηλεία του ασθενούς.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι νόμιμη η κρίση του δικάσαντος εφετείου ότι η έκδοση εξιτηρίου από τους ιατρούς του αναιρεσίβλητου νοσοκομείου ήταν ιατρική πράξη σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης».