Του Γ. Αγγέλη
Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΔΝΤ με τις εκτιμήσεις του που αφορούν τις συνέπειες του Covid-19 για το 2020 έδωσε στο ελληνικό χρέος ένα πραγματικά “τρομακτικό” νούμερο καθώς το δείχνει να ξεπερνά το 200,7% του ΑΕΠ.
Παρ’ όλα αυτά και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων στο ΥΠΟΙΚ/ΟΔΔΗΧ και την ΤτΕ, οι υπολογισμοί του ΔΝΤ για άλλη μία φορά “πέφτουν έξω”, καθώς με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα το δημόσιο χρέος εμφανίζεται να διατηρείται μέχρι το τέλος του έτους σε ένα φάσμα τιμών μεταξύ 190-192% του ΑΕΠ.
Και πάλι βέβαια σαν μέγεθος παραμένει εφιαλτικά υψηλό και κατέχει τη δεύτερη θέση της λίστας των χωρών με το μεγαλύτερο χρέος παγκόσμια, μετά την Ιαπωνία (250% του ΑΕΠ) και πριν από την Ιταλία (155 – 165% του ΑΕΠ).
Βέβαια τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Ιταλία “οφείλουν” το μεγαλύτερο μέρος του χρέους τους σε εγχώριους θεσμικούς επενδυτές, πράγμα μάλλον θετικό προς το παρόν, αλλά ταυτόχρονα η πλειονότητα του χρέους τους είναι με μεταβλητά επιτόκια. Που σημαίνει ότι σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων το κόστος εξυπηρέτησης εκτοξεύεται σε εφιαλτικά επίπεδα.
Αντίθετα για την Ελλάδα σχεδόν το 80% του χρέους αφορά σε δάνεια με – σχετικά – σταθερό επιτόκιο είτε προς τον ESM είτε προς τις χώρες μέλη της Ε.Ε. (πρώτο διακρατικό δάνειο – GLF), ήτοι βρίσκεται εκτός διαπραγματεύσεων αγοράς, γεγονός που το καθιστά σταθερά προβλέψιμης χαμηλού κόστους ετήσιας εξυπηρέτησης και με πολύ μικρή ευπάθεια έναντι των αναταραχών στα επιτόκια.
Μετά τον Covid-19 όμως το ΔΝΤ εκτιμά ότι όλα άλλαξαν και για να υπολογίσει τις συνέπειες στο δημόσιο χρέος, “προσθέτει” με έναν πολύ χονδρικό τρόπο τα τεράστια, είναι αλήθεια, δημόσια ελλείμματα, που έχουν δημιουργηθεί από την ύφεση του 2020 και τις δαπάνες για την κάλυψη της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Για την Ελλάδα αλλά και για άλλες χώρες ο “υπολογισμός” αυτός… πάσχει καθώς τα “πακέτα” που διοχετεύθηκαν δημοσιονομικά (σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο) αλλά και μέσα από το τραπεζικό σύστημα και συνεχίζουν να διοχετεύονται στην οικονομία, επηρεάζουν και το μέγεθος του ΑΕΠ, ήτοι τον “παρονομαστή” του κλάσματος του απόλυτου χρέους προς το ΑΕΠ, πέραν του αριθμητή.
Για την Ελλάδα, για παράδειγμα, οι εκτιμώμενες “απώλειες” που κυμαίνονται σε 42 – 45 δισ. ευρώ για το 2020 όσον αφορά τις συνέπειες σε σχέση με την χωρίς Covid-19 “παραγωγή” του ΑΕΠ, περιορίζονται κατά τα ποσά του κυβερνητικού “πακέτου” που τελικά μεταφέρει “εισοδήματα” στον ιδιωτικό τομέα περί τα 20 δισ. ευρώ και τα οποία συγκρατούν τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα ο “αριθμητής”, δηλαδή το απόλυτο ποσό του χρέους, δεν αυξάνεται παρά ελάχιστα – και όχι όσο το δημόσιο έλλειμμα – καθώς ο ετήσιος δανεισμός δεν θα ξεπεράσει παρά ελάχιστα το προγραμματισμένο προ Covid-19 επίπεδο και ταυτόχρονα θα γίνει μερική χρήση του “μαξιλαριού”, περιορίζοντάς το στα τέλη του 2020 στα 30 – 32 δισ. ευρώ από τα σχεδόν 37 δισ. ευρώ που είχε φτάσει στα τέλη του 2019.
Στο ΥΠΟΙΚ υποστηρίζουν ότι η εικόνα θα είναι ακόμα καλύτερη γιατί οι αποδόσεις των φόρων που αρχίζουν τώρα “δεν θα είναι τόσο άσχημες όσο είχε εκτιμηθεί αρχικά…”, ενώ οι εισροές (και δεσμεύσεις) κοινοτικών πόρων που θα υλοποιηθούν μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους και θα εισπραχθούν μέχρι τον Μάρτιο θα είναι επίσης αυξημένες.
Η εκτίμηση αυτή αξιολογείται ως “αισιόδοξη” από στελέχη της ΤτΕ που παρακολουθούν και τις ταμειακές ροές του δημοσίου με την Ε.Ε., αλλά συμφωνούν ότι “η εκτίμηση του ΔΝΤ για το χρέος είναι αναντίστοιχη της πραγματικής αύξησης του χρέους” που όπως εκτιμάται δεν θα ξεφύγει πάνω από το 191 – 192% του ΑΕΠ για το 2020.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια το χρέος αυξάνεται τόσο λόγω των ενισχυμένων δημοσιονομικών αναγκών όσο και λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Η βαθύτερη ανησυχία πάντως πίσω από τους υπολογισμούς αυτούς και πέρα από τις προβλέψεις του ΔΝΤ – που αναμένεται ότι θα αναθεωρηθούν θετικά τον Οκτώβριο – αφορά κυρίως στις πιθανές συνέπειες από νέους κύκλους υποτροπής της πανδημίας το φθινόπωρο. Όπως επίσης και την πολύ πιο “αργή” ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2021, με σημείο αναφοράς την παρατεταμένη υψηλή ανεργία και τις κατά συνέπεια αυξημένες δημοσιονομικές ανάγκες για τη στήριξη της απασχόλησης… Σε κάθε περίπτωση οι εκτιμήσεις για την ποσοτικοποίηση αυτής της βαθύτατης ανησυχίας – που θα καθορίσει και τον σχεδιασμό του Προϋπολογισμού – δεν αναμένεται να γίνουν δυνατές πριν από τα τέλη του Νοέμβρη.