Οι οφειλές από δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εμπίπτουν στη ρύθμιση του νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα.
Σε περίπτωση οφειλών από στεγαστικά δάνεια που το ΤΠΔ χορήγησε σε υπαλλήλους και που οι δανειολήπτες εξοφλούν με εκχώρηση υπέρ του δανειστή ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους, η αδυναμία πληρωμών του οφειλέτη δεν αναιρείται όταν η εξόφληση του εν λόγω πιστωτή γίνεται σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών του ίδιου του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του.
Καθιέρωση ανακριτικού συστήματος, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Απόσπασμα της απόφασης ΑΠ 257/2020
Από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρ. 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως καθετί που, κατά την κρίση του, είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ.759 παρ.3). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται.
Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως, και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 769/2015, ΑΠ 236/2015). Ως εκ τούτου, κατά τη διαδικασία αυτή δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 εδάφ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για την, παρά το νόμο, λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν (ΑΠ 154/2018, ΑΠ 636/2017, ΑΠ 528/2017) και, συνακόλουθα, από τον αριθμό 5 εδάφ. α’ του (νέου) άρθρου 560 του ίδιου Κώδικα.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 5 εδάφ. α’ του άρθρου 560 ΚΠολΔ που συνίσταται στο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση του έλαβε υπόψη του «πράγμα» που δεν προτάθηκε, ήτοι ότι το αναιρεσείον ΤΠΔ συμπεριλαμβάνεται στους καθ’ ων η αίτηση του άρθρου 1 του ν.3869/2010, ενώ το αναιρεσείον δεν προέβαλε σε εκείνο το δικαστήριο αντίθετο ισχυρισμό. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι, πρωτίστως, απαράδεκτος, διότι στην παρούσα διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 5 εδάφ. α’ του άρθρου 560 ΚΠολΔ.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΑΠ 257/2020 στην ΤΝΠ Ισοκράτης