Εν προκειμένω τα δικαιώματα προστασίας προσωπικών δεδομένων και ιδιωτικής ζωής υποχωρούν για να εκπληρωθεί το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, την αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων και την αρχή της αναλογικότητας εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών (ΜΠρΠατρών 116/2020).
Η υπόθεση αφορά σε αγωγή προσβολής προσωπικότητας, με τους εναγόμενους να κατηγορούνται πως τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, με τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων (εναγομένων) συμβάδιζαν τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν στις σχετικές δίκες και αφορούσαν φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, “διότι δε συνιστούν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ή αξιόποινης πράξεως ούτε αποκτήθηκαν από τους εναγομένους με την παραβίαση μυστικών κωδικών προσβάσεως, αλλά ανευρέθησαν από τον πέμπτο των εναγομένων εντός της προδιαληφθείσας οικογενειακής στέγης καθώς και, ειδικότερα οι φωτογραφίες και οι ηλεκτρονικές συνομιλίες, αποθηκευμένες στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή των προαναφερθέντων διάδικων συζύγων και του προσομοιάζοντος με ηλεκτρονικό υπολογιστή κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας συζύγου του”.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, “η in concreto μετ’ επικλήσεως προσκόμιση ως αποδεικτικών στοιχείων αφενός των προδιαληφθεισών συντελεσθεισών επικοινωνιών και φωτογραφιών, που αφορούν τη σεξουαλική ζωή της ενάγουσας με τρίτα πρόσωπα, και αφετέρου των προειρημένων ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες άπτονται της υγείας της, χωρίς τη συγκατάθεση των προμνημονευθέντων υποκειμένων των εν θέματι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και με κατ’ αρχήν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιαθέσεώς τους (ά. 9Α§1εδ.α Σ.) τύγχανε λοιπόν τελικώς νόμιμη, ως απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος in casu συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων και δη προς το σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των προαναφερθέντων κατατεθέντων στις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις πραγματικών περιστατικών και ανταποδείξεως της ιστορικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, δίχως να αρκεί εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, η χρήση ηπιότερων αποδεικτικών μέσων”.
Απόσπασμα της απόφασης
Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν άλλωστε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, διότι δε συνιστούν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ή αξιόποινης πράξεως ούτε αποκτήθηκαν από τους εναγομένους με την παραβίαση μυστικών κωδικών προσβάσεως, αλλά ανευρέθησαν από τον πέμπτο των εναγομένων εντός της προδιαληφθείσας οικογενειακής στέγης καθώς και, ειδικότερα οι φωτογραφίες και οι ηλεκτρονικές συνομιλίες, αποθηκευμένες στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή των προαναφερθέντων διάδικων συζύγων και του προσομοιάζοντος με ηλεκτρονικό υπολογιστή κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας συζύγου του.
Οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν μάλιστα, κατά τον προπαρατεθέντα τρόπο, το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας της ενάγουσας, δοθέντος ότι δεν παρενέβησαν στην προειρημένη επικοινωνία αυτής κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της (ά. 19§1 Σ.), ούτε την κατά τη γενική αρχή της καλής πίστεως νοούμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της ενάγουσας (ά. 5§1 και 9§1εδ.β Σ.), η προστασία της οποίας δεν μπορεί, ενόψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως των θεσμών της οικογένειας και του γάμου, της συνταγματικής προστασίας της παιδικής ηλικίας (ά. 21§1 Σ.) καθώς και από την ίδια τη φύση του πράγματος (βλ. επίσης τα ά. 1386, 1387, 1510, 1511 και 1518 ΑΚ), να είναι απόλυτη στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των συζύγων και με τα ανήλικα τέκνα τους. Η in concreto μετ’ επικλήσεως προσκόμιση ως αποδεικτικών στοιχείων αφενός των προδιαληφθεισών συντελεσθεισών επικοινωνιών και φωτογραφιών, που αφορούν τη σεξουαλική ζωή της ενάγουσας με τρίτα πρόσωπα, και αφετέρου των προειρημένων ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες άπτονται της υγείας της, χωρίς τη συγκατάθεση των προμνημονευθέντων υποκειμένων των εν θέματι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και με κατ’ αρχήν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιαθέσεώς τους (ά. 9Α§1εδ.α Σ.) τύγχανε λοιπόν τελικώς νόμιμη, ως απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος in casu συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων [ά. 20§1 Σ., 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ), 6§1 ΕΣΔΑ, 1 επ., 9§§1,2στοιχ.στ του τεθέντος σε εφαρμογή την 25-5-2018 Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, GDPR), 2 και 7§§1,2στοιχ.γ Ν. 2472/1997, πρβλ. το ά. 25§1στοιχ.γ Ν. 4624/2019, ο οποίος κατήργησε το Ν. 2472/1997 και ισχύει από την 29-8-2019 (ά. 84 και 87)] και δη προς το σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των προαναφερθέντων κατατεθέντων στις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις πραγματικών περιστατικών και ανταποδείξεως της ιστορικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, δίχως να αρκεί εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, η χρήση ηπιότερων αποδεικτικών μέσων.
Η εκ μέρους της ενάγουσας επίκληση των καθιερούμενων διά των άρθρων 9, 9Α του Συντάγματος, 7, 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ) και 8 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι συνεπώς in concreto θεμιτή (ά. 19§3 Σ. e contrario), αφού τα προειρημένα δικαιώματα της ενάγουσας υποχωρούν in casu, για να εκπληρωθεί το προδιαληφθέν ίσης τυπικής ισχύος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Το τελευταίο προηγείται εν προκειμένω έναντι του δικαιώματος αποκρύψεως της εξωσυζυγικής σεξουαλικής ζωής της ενάγουσας, δοθέντος ότι τα προαναφερθέντα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αποκλειστικώς την ένδικη αστική διαφορά και δεν επεκτείνονται σε άλλα, μη αναγκαία ως προς την άσκηση του προμνημονευθέντος δικαιώματος αποδείξεως και ανταποδείξεως, προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, ενώ δε θίγεται στην υπό κρίση περίπτωση η συνταγματική κανονιστική αρχή της αναλογικότητας ως μέσο για την αναγκαία πρακτική εναρμόνιση (praktische Konkordanz) μεταξύ των ανωτέρω ίσης τυπικής ισχύος αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία εξοπλίζονται μάλιστα με άμεση τριτενέργεια (ά. 25§1 Σ.) (βλ. συναφώς ΟλΑΠ 1/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001, 374, ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 212/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ).
Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν επομένως in concreto παράνομα αποδεικτικά μέσα, με συνέπεια να μην τυγχάνουν απαράδεκτα, αλλά να λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου έτσι ως ουσία αβάσιμου του περί αντιθέτου αποδεικτικού ισχυρισμού των εναγομένων.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στην ΤΝΠ Ισοκράτης.