Μπορούν Βρετανία και ΕΕ σε συνθήκες πανδημίας να βρουν τη συναίνεση στο Brexit; Αυτό είναι το ζητούμενο στον 7ο κατά σειρά γύρο διαπραγματεύσεων για την οριστική εμπορική συμφωνία μετά τη μεταβατική φάση.
Η βρετανική κυβέρνηση εκμεταλλεύτεται το φετινό καλοκαίρι για καμπάνιες σε σχέση με το Brexit. Στον κυβερνητικό λογαριασμό στο twitter υπάρχουν παροτρύνσεις για «μια νέα αρχή, όταν η χώρα περάσει τη μεταβατική φάση και αγκαλιάσει τις νέες δυνατότητες». Πώς θα έρθει η νέα εκκίνηση; Με την ενίσχυση των μεθοριακών και τελωνειακών ελέγχων. Αλλά προτού έρθει αυτή η στιγμή, θα πρέπει να ολοκληρωθούν, στο υπόλοιπο του καλοκαιριού, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, με βασικό θέμα το πώς θα διαμορφωθούν οριστικά οι μεταξύ τους σχέσεις μετά το μεταβατικό διάστημα.
Οριστική συμφωνία τον Σεπτέμβριο
Στις Βρυξέλλες λοιπόν ξεκινά και πάλι ο αγώνας δρόμου. Στο πλαίσιο δείπνου ο Βρετανός διαπραγματευτής Ντέιβιντ Φροστ συναντά τον επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ Μισέλ Μπαρνιέ. Επίσημα ο Φροστ δήλωσε ότι νιώθει χαρά για τον 7ο γύρο στις Βρυξέλλες. Και προχώρησε στην εκτίμηση ότι ήδη τον Σεπτέμβριο θα είναι έτοιμη η συμφωνία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές θα πρέπει να έχουν ξεπεράσει τα ανοιχτά προβλήματα στους τελευταίους 3 εναπομείναντες γύρους διαπραγματεύσεων. Κρύβεται άραγε πίσω από τη ρήση αυτή νέα βούληση των Βρετανών για συνεννόηση ή πρόκειται για συνήθη φληναφήματα; Αυτό θα φανεί στη συνέχεια. Από τώρα όμως ο Φροστ επισημαίνει ότι η βρετανική πλευρά δεν επιδιώκει συμφωνία με κάποιο ιδιαίτερο ή μοναδικό περιεχόμενο, αλλά μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, όπως αυτή με χώρες, όπως ο Καναδάς.
Η απάντηση της ΕΕ, που έχει γίνει πλέον ρουτίνα, είναι ότι λόγω του οικονομικού μεγέθους και της γεωγραφικής εγγύτητας με την Ευρώπη, δεν μπορεί να δοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ίδιου περιεχομένου συμφωνία, αλλά μια άλλη με ιδιαίτερους όρους πρόσβασης στην ενιαία αγορά. Αυτού του είδους τα φορμαλιστικά επιχειρήματα ανταλλάσσουν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων οι δύο πλευρές χωρίς να επιτυγχάνουν κάποια προσέγγιση. Όταν πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές ο Μισέλ Μπαρνιέ ενημέρωσε σχετικά τους πρέσβεις των χωρών της ΕΕ, αναφέρθηκε και στους λόγους που τελικά θα οδηγούσαν τη βρετανική κυβέρνηση σε μια πιο συμβιβαστική στάση.
Ποιοι είναι αυτοί; Οι πιέσεις στον Μπόρις Τζόνσον λόγω των κακών επιδόσεών του στη διαχείριση της πανδημίας και της ενίσχυσης του εθνικισμού των Σκωτσέζων. Τότε ο Μπαρνιέ δεν μπορούσε να ξέρει το ποσοστό ύφεσης της βρετανικής οικονομίας ύψους πάνω από 20% του ΑΕΠ, το χειρότερο της ιστορίας της. Έτσι όλες οι πολιτικές εξελίξεις συνέθλιψαν τον βρετανό πρωθυπουργό. Και επειδή βρίσκεται για διακοπές στην Σκωτία, μπορεί να αντιληφθεί ιδίοις όμμασι το κλίμα που επικρατεί. Σε ποσοστό 54% οι Σκωτσέζοι υποστηρίζουν την αποσκίρτηση από την Αγγλία και η πρωθυπουργός Νίκολα Στέρτζον χαίρει υψηλής δημοτικότητας με το Εθνικό Κόμμα Σκωτίας. Ενδεχόμενο τέλος της μεταβατικής περιόδου χωρίς εμπορική συμφωνία θα οδηγούσε αναγκαστικά σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Θα άντεχε ο Μπόρις Τζόνσον ένα δεύτερο πλήγμα μετά το οικονομικό λόγω πανδημίας;
Το αγκάθι των επιχορηγήσεων
Σε περίπτωση μη επίτευξης εμπορικής συμφωνίας το εκτιμώμενο κόστος από 1ης Ιανουαρίου του 2021, μόνο για τυχόν νέoυς δασμούς και διοικητικά μέτρα για εισαγωγές και εξαγωγές, ανέρχεται στα 13 δις στερλίνες. Πάνω και από το ύψος της συνεισφοράς των Βρετανών στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Βρετανοί εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου ζητούν μάταια διαφάνεια γύρω από το τελωνειακό καθεστώς και τους εμπορικούς κανόνες. Η φωνή της πολιτικής λογικής λέει ότι η κυβέρνηση του Λονδίνου θα υποχωρήσει την τελευταία στιγμή και θα αναζητήσει συμβιβασμό, εάν οι τελευταίες κινήσεις των άκρως συντηρητικών υπέρμαχων Μπρεξιτίαρς, των Ίαν Ντάνκαν Σμιθ και Ντέιβιντ Ντέιβις, δεν ήταν μια προειδοποίηση. Οι δύο κύριοι κινούνται παρασκηνιακά κατά συμβιβαστικής λύσης στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και καταφέρονται κατά της εμπορικής συμφωνίας με το επιχείρημα ότι κρύβει οικονομικές υποχρεώσεις για τη Μ. Βρετανία. Στόχος τους να κάνουν τον πρωθυπουργό να οδηγήσει τη συμφωνία σε αποτυχία. Αυτό δεν θα ήταν μονομερώς δυνατόν και θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία για τη βρετανική κυβέρνηση. Αλλά ο αγώνας των δύο δείχνει ότι η πτέρυγα των σκληρών Μπρεξιτίαρς στο συντηρητικό κόμμα ζει και βασιλεύει.
Σήμερα, Τετάρτη, οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν εκεί που σταμάτησαν. Με βάση το λεγόμενο «Level playing field», τον δίκαιο ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο πλευρές. Εδώ η ΕΕ ζητά παραχωρήσεις από την βρετανική πλευρά, που δεν είναι διατεθειμένη μέχρι τώρα να κάνει. Η διαμάχη αποκρυσταλλώνεται στο θέμα των κρατικών επιχορηγήσεων. Το Λονδίνο δεν θέλει να δεσμευτεί, για το πώς θα ρυθμίσει μελλοντικά το θέμα. Η κυβέρνηση τείνει σε ένα όσο το δυνατόν πιο χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο και ελευθερία για μεμονωμένες αποφάσεις. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι μελλοντικά μια βρετανική επιχείρηση θα μπορούσε να πάρει μαζικές επιχορηγήσεις από το βρετανικό κράτος, ενώ την ίδια ώρα μιαν άλλη ανταγωνιστική της στην ΕΕ θα υποβάλλονταν σε ένα αυστηρά καθορισμένο καθεστώς. Όμως οι Ευρωπαίοι θέλουν δίκαιους όρους για όλους τους εμπορικούς παίκτες. Θεωρητικά θα ήταν δυνατές πολύπλοκες συμβιβαστικές λύσεις, αλλά επικρατεί η απόλυτη ακινησία. Οι κρατικές επιχορηγήσεις έχουν γίνει το πολιτικό σύμβολο του Brexit, γιατί προσφέρουν στο Ηνωμένο Βασίλειο άπειρες δυνατότητες, νομικές και τοις πράγμασι, ανεξαρτησίας από τους κανόνες ελέγχου της ΕΕ.