Λίγοι είναι όσοι δεν έχουν αναρωτηθεί γιατί η Ελλάδα, κυρίως η αθηναϊκή πρωτεύουσα, δεν διαθέτει σημαντικό αριθμό ψηλών κτιρίων, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές πόλεις. Το ζήτημα αποτελεί, έως έναν βαθμό, “ταμπού” για την ελληνική πραγματικότητα, με οποιαδήποτε σχετική συζήτηση να απουσιάζει ακόμα και από την αρχιτεκτονική κοινότητα. Όπως εξηγεί ο Κωνσταντίνος Δ. Καρατσώλης, συγγραφέας του βιβλίου “Εισαγωγή στο Δίκαιο της Πολεοδομίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο”, δεν είναι τυχαίο ότι το μοναδικό μέχρι σήμερα συνέδριο στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το ζήτημα των ψηλών κτιρίων έλαβε χώρα το μακρινό 1975 και είχε διοργανωθεί από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Είχε δε πραγματοποιηθεί σε μια εποχή που η συζήτηση διεθνώς είχε φουντώσει, με τη δημιουργία των δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη, αλλά στην Ελλάδα με τη δημιουργία ορισμένων ψηλών κτιρίων υπήρχε ο προβληματισμός για τη χρησιμότητα ή μη της ύπαρξής τους.
Τοπόσημα
Όπως εξηγεί ο κ. Καρατσώλης, μόνο πρόσφατα το σχετικό ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε με αφορμή τα ψηλά κτίρια που περιλαμβάνονται στα σχέδια αξιοποίησης μεγάλων ελεύθερων χώρων, όπως στον Μητροπολιτικό Πόλο Ελληνικού – Αγίου Κοσμά και στον Ελαιώνα. Η εξέταση του ζητήματος της ανέγερσης ψηλών κτιρίων στην Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα χρονική στιγμή, επειδή δεν υπάρχει σχετική κρατική στρατηγική στη βάση της σύγχρονης κοινωνικο-οικονομικής και πολεοδομικής συνθήκης.
Τι ορίζεται, όμως, ως ψηλό κτίριο; “Tο κτίριο που έχει κυρίαρχο τον κατακόρυφο άξονά του και προεξέχει υπερβολικά πάνω από τα στοιχεία του περιβάλλοντός του”. Ωστόσο, ο ορισμός του ψηλού κτιρίου δεν είναι απόλυτος, καθώς ένα κτίριο 70 ορόφων, που στην Ευρώπη θεωρείται ψηλό, στην Ασία και την Αμερική θεωρείται μάλλον χαμηλό. Έτσι, ένας πιο σύγχρονος ορισμός περιγράφει τα ψηλά κτίρια ως “όλα εκείνα τα κτίρια που λόγω του ύψους τους ξεχωρίζουν από τα γύρω τους και εντάσσονται σε μια ομάδα παρόμοιων κατασκευών ανά τον κόσμο”. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του ψηλού κτιρίου είναι σχετική, αφού συνδέεται με τον συνολικό σχεδιασμό τμημάτων της πόλης, με τα γειτονικά κτίρια, με το φυσικό ανάγλυφο, με τον ρόλο που καλείται να παίξει ένα ψηλό κτίριο, αλλά και με την ανάγκη διατήρησης γειτονιών χαμηλού ύψους και τη γειτνίαση με μνημεία.
Τον 21ο αιώνα παρατηρείται μια αναζωπύρωση του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ χωρών και εταιρειών για την κατασκευή του ψηλότερου κτιρίου. Οι ουρανοξύστες κατακλύζουν πολλές από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, προσφέροντας ένα πεδίο πειραματισμού και εφαρμογής νέων υλικών και μεθόδων σχεδιασμού. Η τάση της ανέγερσης ψηλών κτιρίων παγκοσμίως οφείλεται τόσο σε πολεοδομικά αίτια όσο και στο μάρκετινγκ των πόλεων. Η σημασία της μελέτης του θεωρητικού πλαισίου γύρω από τα ψηλά κτίρια σχετίζεται, συνεπώς, άμεσα με την επιθυμία της οικοδόμησης των σύγχρονων πόλεων, την αναδιαμόρφωσή τους προκειμένου να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στις ανάγκες των κατοίκων τους”.
Η περίπτωση της Αθήνας, όπως προσθέτει ο συγγραφέας, έχει μεγάλη ομοιότητα με το Παρίσι, όχι τόσο λόγω ενός πλήρως συντηρημένου ιστορικού κέντρου (όπως στο Παρίσι), αλλά κυρίως λόγω της παρουσίας σημαντικών αρχαιολογικών τόπων στο ιστορικό κέντρο, με κορύφωση, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς, την Ακρόπολη.
Από πλευράς πολεοδομικής οργάνωσης και χωροθέτησης των ψηλών κτιρίων, τα εφαρμοζόμενα μοντέλα είναι κυρίως τρία:
– Το ευρωπαϊκό 1, που προβλέπει τη σχετικώς ελεύθερη ανέγερση ψηλών κτιρίων ακόμα και εντός ή σε μικρή απόσταση από το ιστορικό κέντρο.
– Το ευρωπαϊκό 2, που προβλέπει την απαγόρευση ανέγερσης υψηλών κτιρίων στην ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου, την υπό όρους ανέγερσή τους σε μια ευρύτερη ζώνη και την πλήρη, χωρίς περιορισμούς ανάπτυξή τους, σε απόσταση από το ιστορικό κέντρο, αλλά με πλήρως σηματοδοτούμενη τη σύνδεσή του με αυτήν (με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη Defense στο Παρίσι)
– Το αμερικανικό και τα παράγωγά του, όπως της Άπω Ανατολής, των Εμιράτων κ.ά., που χαρακτηρίζεται από την ισχυρή διαφοροποίηση του οικονομικού κέντρου από την περιφέρεια, πράγμα όμως που, στην περίπτωση των μεγάλων αμερικανικών πόλεων, συμβαδίζει με την ιστορική εξέλιξή τους, σε αντίθεση με τα παράγωγα μοντέλα, ιδίως της Άπω Ανατολής, όπου η “εισβολή” των ουρανοξυστών στα ιστορικά κέντρα, στο φυσικό τοπίο και σε περιοχές παραδοσιακής κατοικίας γίνεται με σχεδόν βίαιο τρόπο (χαρακτηριστικές περιπτώσεις η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, η Σανγκάη, το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, το Ντουμπάι κ.ά.).
“Στην περίπτωση της Αθήνας, ωστόσο, σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις περί ανέγερσης ψηλών κτιρίων διαδραματίζει το λεγόμενο “αττικό τοπίο” και η προστασία του. Η γοητεία που άσκησε στους περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα διαμόρφωσε τη στερεοτυπική εικόνα του γραφικού τοπίου που, παρότι μεταμορφώθηκε από τη συνεχή κτιριακή μάζα των τυπικών “αθηναϊκών” πολυκατοικιών μεταπολεμικά, συνεχίζει να υφίσταται ως πολιτισμική κατασκευή αλλά και ως ευδιάκριτη οντότητα σε ό,τι αφορά τη φυσική τοπογραφία και τη θέση των βασικών μνημείων αναφοράς. Η θέα προς τα σημεία αναφοράς, ωστόσο, υπάρχει σήμερα μόνο μέσω ελαχίστων “διωρύγων” (οδών) μέσα στο σύγχρονο αττικό τοπίο, πράγμα που οφείλεται περισσότερο στο συνεχή όγκο των πολυκατοικιών παρά στα ελάχιστα ψηλά κτίρια της Αθήνας.
Πάντως, τα υλοποιημένα ψηλά κτίρια έχουν δώσει ιδιαίτερο χαρακτήρα σε μερικά σημεία της Αθήνας, ειδικά σε οδικούς άξονες, όπως επί της Λεωφόρου Κηφισίας στην Αθήνα και στο Μαρούσι ή επί της οδού Πανόρμου. Πολλά από αυτά, κυρίως εκείνα που χτίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κτίρια της αρχιτεκτονικής “γοήτρου” της μεταπολεμικής Ελλάδας, ενώ η αισθητική τους και οι συνθετικές τους αρετές εξαίρονται συχνά”, καταλήγει ο κ. Καρατσώλης.
https://www.capital.gr/agora-akiniton/3473430/real-estate-giati-i-ellada-den-exei-psila-ktiria