http://www.humanrightscaselaw.gr/
(Α) Στοιχεία που αφορούν στην εκ μέρους του ελεγχόμενου φορολογούμενου αγορά ή πώληση ακινήτων στην ημεδαπή δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α του ΚΦΕ, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά (πρέπει να) τίθενται υπόψη της φορολογικής Διοίκησης τόσο πριν όσο και αμέσως μετά από τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου μεταβίβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 13 και 14 του ν. 1587/1950, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (τα εν λόγω άρθρα του ν. 1587/1950 ορίζουν, αντίστοιχα, ότι, πριν από τη μεταβίβαση ακινήτου, οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση φόρου μεταβίβασης στη Φορολογική Διοίκηση, ότι ο υποθηκοφύλακας υποχρεούται να αρνηθεί την μεταγραφή του συμβολαίου, εάν δεν προσάγεται σε αυτόν αντίγραφο της δήλωσης φόρου μεταβίβασης, δεόντως θεωρημένο από τον Οικονομικό Έφορο και ότι ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να αποστείλει στον αρμόδιο Οικονομικό Έφορο αντίγραφο των συμβολαίων μεταβίβασης που συνήφθησαν τον προηγούμενο μήνα). Εξάλλου, το ότι η κοινή δήλωση φόρου μεταβίβασης και αντίγραφο του συμβολαίου μεταβίβασης υποβάλλονται σε Δ.Ο.Υ. (της περιφέρειας του ακινήτου) διαφορετική από τη Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται ο φορολογούμενος (ως εκ του τόπου κατοικίας του) ή από την υπηρεσία της φορολογικής Διοίκησης η οποία διενεργεί τον έλεγχο και εκδίδει την επίδικη πράξη καταλογισμού φόρου εισοδήματος, καθώς και συναφών κυρώσεων, δεν αποτελεί παράμετρο ικανή να δικαιολογήσει (ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας) αντίθετο συμπέρασμα, διότι, πάντως, τα σχετικά στοιχεία περιέρχονται σε γνώση της φορολογικής αρχής, η οποία έχει τη δυνατότητα (αλλά και την υποχρέωση, ως επιμελώς δρώσα Διοίκηση) να τα λάβει επίκαιρα υπόψη, αξιοποιώντας κατάλληλα και τη σύγχρονη τεχνολογία, για την αποτελεσματική εκπλήρωση του (ελεγκτικού) έργου της, όχι μόνο σε σχέση με το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, αλλά και για τις ανάγκες της φορολογίας εισοδήματος, ενόψει, άλλωστε, και των διατάξεων των άρθρων 17, 19 και 28 του ΚΦΕ.
(Β) Οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του φορολογικού ελέγχου δεν συνιστούν «συμπληρωματικά στοιχεία», σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4 περιπτ. β, σε συνδυασμό με το άρθρο 68 παρ. 2 περιπτ. α του ΚΦΕ, τούτο, δε, προέκυπτε με σαφήνεια από την υπάρχουσα κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 658/2020, δεδομένου ότι (α) με τις αποφάσεις 2934-2935/2017 του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά την έννοια της διάταξης της περιπτ. β της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. α του Κ.Φ.Ε., είναι στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την οριζόμενη στο άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετία και, περαιτέρω, (β) με τις αποφάσεις 172/2018 και 173/2018 του Δικαστηρίου κρίθηκε, ειδικότερα, ότι δεν αποτελεί «συμπληρωματικό στοιχείο», κατά την παραπάνω έννοια, έκθεση ελέγχου του ΣΔΟΕ, στην οποία εμφανίζονταν οι πρωτογενείς καταθέσεις του αναιρεσείοντος σε ημεδαπές τράπεζες και με την οποία έγινε επεξεργασία των στοιχείων αυτών με αντιπαραβολικό έλεγχό τους με τα βιβλία και στοιχεία καθώς και με τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος του αναιρεσείοντος.