Δικαστήριο ΕΕ: Τα εν λόγω μέτρα είναι προσηκόντως αιτιολογημένα και μπορούν να ασκήσουν πίεση προς τη Ρωσία
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 17-09-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επικύρωσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή κατά των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί σε βάρος ρωσικών πετρελαϊκών εταιριών του ομίλου Rosneft στο πλαίσιο της κρίσης στην Ουκρανία
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, τα επίμαχα μέτρα είναι προσηκόντως αιτιολογημένα και μπορούν να συμβάλουν στην άσκηση πίεσης στη Ρωσία λόγω του ρόλου της στην κρίση αυτή.
Ιστορικό της υπόθεσης
Από την 31η Ιουλίου 2014, το Συμβούλιο της ΕΕ έχει λάβει περιοριστικά μέτρα σε βάρος, μεταξύ άλλων, επιχειρήσεων του τομέα του πετρελαίου στη Ρωσία, ως απάντηση στις ενέργειες του κράτους αυτού που έχουν ως σκοπό την αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία. Τα περιοριστικά μέτρα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, απαγορεύσεις εξαγωγής ορισμένων προϊόντων και ευαίσθητων τεχνολογιών προοριζομένων για τον τομέα αυτόν, καθώς και περιορισμούς στην πρόσβαση ορισμένων επιχειρήσεων του τομέα στην κεφαλαιαγορά της Ένωσης. Σκοπός των μέτρων είναι να αυξηθεί το κόστος των ενεργειών της Ρωσίας οι οποίες υπονομεύουν την κυριαρχία της Ουκρανίας και να προωθηθεί η ειρηνική επίλυση της κρίσης
Πλείονες ρωσικές εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο Rosneft, ο οποίος ειδικεύεται στους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των ανωτέρω μέτρων. Με απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (Τ-715/14), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.
Οι ενδιαφερόμενες εταιρίες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως των εταιριών αυτών στο σύνολό της.
Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση με την οποία το Συμβούλιο προέβαλε ότι ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως ήταν απαράδεκτοι λόγω της ισχύος του δεδικασμένου της αποφάσεως Rosneft του Δικαστηρίου, της 28ης Μαρτίου 2017 (C-72/15) . Κατά το Δικαστήριο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι χωρεί επίκληση αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής προς στήριξη τέτοιας ενστάσεως απαραδέκτου, οι διάδικοι στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι οι ίδιοι με εκείνους της υποθέσεως επί της οποίας είχε εκδοθεί η εν λόγω απόφαση. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση έχει ισχύ δεδικασμένου.
Επί της ουσίας, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει καταρχάς ότι οι επίμαχες απαγορεύσεις εξαγωγών αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος, μολονότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του οικείου τομέα, ο αριθμός των επιχειρήσεων που ανήκουν πράγματι σε αυτόν ενδέχεται να είναι αρκετά περιορισμένος. Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι το Συμβούλιο μπορούσε στο πλαίσιο της αιτιολογίας των επίμαχων μέτρων απλώς να εκθέσει, αφενός, τη συνολική κατάσταση που είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη τους και, αφετέρου, τους γενικούς σκοπούς των οποίων η επίτευξη επιδιώκεται με αυτά, χωρίς να οφείλει να τα αιτιολογήσει κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο.
Όσον αφορά την αιτιολόγηση των περιορισμών ατομικής ισχύος που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες εταιρίες όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Rosneft αποτελεί σημαντικό παράγοντα του τομέα πετρελαίου στη Ρωσία και ότι το εταιρικό κεφάλαιό της κατέχεται κατά πλειοψηφία από το Ρωσικό Δημόσιο, καθώς και ότι οι εταιρίες αυτές δεν αμφισβητούν ότι πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το Συμβούλιο για την εφαρμογή τέτοιων στοχευμένων μέτρων. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της προμνημονευθείσας συνολικής καταστάσεως και τον σκοπών που επιδιώκονται με το σύνολο των περιοριστικών μέτρων τα οποία έλαβε το Συμβούλιο, το Δικαστήριο επικυρώνει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία οι εν λόγω εταιρίες δεν ήταν ευλόγως δυνατό να αγνοούν τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκαν σε βάρος τους οι επίμαχοι στοχευμένοι περιορισμοί.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, εν συνεχεία, ότι τόσο οι απαγορεύσεις εξαγωγών όσο και οι περιορισμοί όσον αφορά την πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά της Ένωσης συμβάλλουν σαφώς στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το Συμβούλιο. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι εταιρίες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα δεν ήταν προδήλως ακατάλληλα ως προς τον συγκεκριμένο σκοπό.
Τέλος, αφού υπενθύμισε ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι συμβατά με τη συμφωνία εταιρικής σχέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας1, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι τα μέτρα ήταν συμβατά και με την GATT [Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου]. Πράγματι, όπως και η προμνημονευθείσα συμφωνία, η GATT περιλαμβάνει επίσης διάταξη σχετική με τις «εξαιρέσεις όσον αφορά την ασφάλεια», η οποία, σε περιστάσεις όπως αυτές που είχαν ως αποτέλεσμα τη λήψη των επίμαχων μέτρων, παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προάσπιση των ουσιωδών συμφερόντων τους στον τομέα της ασφάλειας.
Γίνεται υπόμνηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου, η οποία υπεγράφη στην Κέρκυρα στις 24 Ιουνίου 1994 και η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση 97/800/ ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 30ής Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ 1997, L 327, σ. 1).