ΑΠΟΦΑΣΗ
Vasilyev κ.λπ. κατά Ρωσίας της 22.09.2020 (αρ. προσφ. 38891/08)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ανώνυμοι μάρτυρες σε ποινική δίκη τρομοκρατίας. Καταδίκη των προσφευγόντων για υποκίνηση μίσους και συμμετοχή σε οργάνωση που απαγορεύτηκε λόγω εξτρεμιστικής δραστηριότητας. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκε, διότι τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημά τους να αποκαλυφθεί η ταυτότητα των μαρτύρων κατηγορίας.
Το Στρασβούργο παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο οι προσφεύγοντες, αλλά και οι δικηγόροι τους και ο ίδιος ο δικαστής δεν μπορούσαν να δουν τους μάρτυρες στο δικαστήριο ή να ακούσουν τις παραμορφωμένες φωνές τους. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά των μαρτύρων ή να ακούσουν τον τόνο της φωνής τους, προκειμένου να προβούν σε μια εκτίμηση της ειλικρίνειάς τους. Επιπλέον, παρόλο που οι προσφεύγοντες και οι δικηγόροι τους μπόρεσαν να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, το γεγονός ότι δεν τους δόθηκαν ουσιαστικά λεπτομέρειες για την προσωπικότητα και το υπόβαθρό τους, υπονόμευσε την ικανότητά τους να διεξάγουν αποτελεσματική κατ’ αντιπαράθεση εξέταση. Τέλος δε, ως προς αυτό το αδίκημα της υποκίνησης μίσους, οι καταθέσεις των ανώνυμων μαρτύρων ήταν η καθοριστική βάση για την καταδίκη και των τριών προσφευγόντων.
Μη βάσιμοι λόγοι για τη χορήγηση ανωνυμίας στους εν λόγω μάρτυρες. Παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το Hizbut Tahrir al-Islami (Κόμμα της Ισλαμικής Απελευθέρωσης – εφεξής «Hizb ut-Tahrir») είναι ένας διεθνής ισλαμικός οργανισμός με παραρτήματα σε πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης. Υποστηρίζει την ανατροπή των κυβερνήσεων και την αντικατάστασή τους από ένα Ισλαμικό Κράτος με τη μορφή ενός αναδημιουργημένου Χαλιφάτου. Η Hizbut Tahrir al-Islami εμφανίστηκε για πρώτη φορά μεταξύ των Παλαιστινίων στην Ιορδανία στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Έχει επιτύχει να έχει λίγους, αλλά πολύ πιστούς οπαδούς σε ορισμένα κράτη της Μέσης Ανατολής και έχει επίσης αποκτήσει δημοτικότητα μεταξύ των μουσουλμάνων της Δυτικής Ευρώπης και της Ινδονησίας. Άρχισε να έχει δημοτικότητα στην Κεντρική Ασία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έχει οπαδούς και στο Ουζμπεκιστάν, και σε μικρότερο βαθμό στη γειτονική Κιργιζία, το Τατζικιστάν και το Καζακστάν.
Στις 14 Φεβρουαρίου 2003, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας χαρακτήρισε 15 οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, ως τρομοκρατικές και απαγόρευσε τη δραστηριότητά τους στο Ρωσικό έδαφος.
Ποινική διαδικασία κατά των προσφευγόντων
Στις 6 Δεκεμβρίου 2006, η Ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας κίνησε ποινική δίωξη εναντίον των προσφευγόντων με την υποψία συμμετοχής τους στη Hizb ut-Tahrir. Στη συνέχεια κατηγορήθηκαν για υποκίνηση μίσους ή εχθρότητας και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που διαπράχθηκε από οργανωμένη ομάδα (αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 282 § 2 (γ) του Ποινικού Κώδικα) και συμμετοχή σε οργάνωση που απαγορεύτηκε με δικαστική απόφαση λόγω εξτρεμιστικής δραστηριότητας (αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 282.2 § 2 του Ποινικού Κώδικα).
Κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν ότι είναι ένοχοι και ότι ήταν μέλη της Hizb ut-Tahrir.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο κάλεσε και εξέτασε περισσότερους από 30 μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Ορισμένοι μάρτυρες επιβεβαίωσαν ότι οι προσφεύγοντες είχαν πραγματοποιήσει τακτικές μυστικές συναντήσεις στις οποίες είχαν συμμετάσχει και οι ίδιοι οι μάρτυρες. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, οι προσφεύγοντες ανέφεραν ότι ήταν μέλη της Hizb ut-Tahrir, εξήγησαν τους στόχους και τις μεθόδους της Hizb ut-Tahrir και παρείχαν στους συμμετέχοντες βιβλιογραφία της Hizbut Tahrir.
Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες είχαν πει στους μάρτυρες ότι ήταν απαραίτητο για να δημιουργηθεί το Χαλιφάτο στη Ρωσία να καταστραφεί το Σύνταγμα και να υιοθετηθεί νέος τρόπος ζωής βάσει των νόμων του Κορανίου και της Σαρία. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα ήταν απαραίτητο η διχόνοια να διασπαρθεί μεταξύ του λαού και του κράτους, και να κηρυχθεί τζιχάντ εναντίον εκείνων που δεν θα δεχόταν το Χαλιφάτο. Οι μάρτυρες δήλωσαν επίσης ότι οι προσφεύγοντες τους είχαν προσκαλέσει να προσπαθήσουν να πείσουν τρίτους να μοιραστούν τις ιδέες για τη Hizb ut-Tahrir. Ταυτόχρονα, είχαν προειδοποιήσει τους μάρτυρες ότι απαγορεύονταν στη Ρωσία η εν λόγω οργάνωση και ότι δεν έπρεπε να δείξουν σε κανέναν τη βιβλιογραφία που τους είχαν παράσχει οι προσφεύγοντες.
Αρκετοί μάρτυρες δήλωσαν επίσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο ότι οι προσφεύγοντες τους είχαν μοιράσει φυλλάδια της οργάνωσης κοντά σε τζαμί. Συγκεκριμένα, τρεις μάρτυρες δήλωσαν ότι τους δόθηκαν φυλλάδια από τον πρώτο και τον τρίτο προσφεύγοντα. Δύο άλλοι μάρτυρες δήλωσαν ότι είδαν τον δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο προσφεύγοντα να διανέμουν φυλλάδια. Αυτοί οι δύο τελευταίοι μάρτυρες ζήτησαν, και τους δόθηκε, ανωνυμία, επειδή φοβόταν για την ασφάλειά τους. Τα παρατσούκλια που τους δόθηκαν ήταν «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ» και εξετάσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώ δεν ήταν ορατοί από τους προσφεύγοντες, τους δικηγόρους τους και άλλους συμμετέχοντες στη δίκη. Οι φωνές τους παραμορφώθηκαν επίσης μηχανικά από ειδικό εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ο δικηγόρος του δεύτερου προσφεύγοντος ζήτησε από το δικαστήριο να διατάξει να αποκαλυφθεί η ταυτότητα των μαρτύρων «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ», καθώς αμφισβήτησε την ακρίβεια των δηλώσεών τους. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό δηλώνοντας ότι ο δικηγόρος δεν είχε προβάλει πειστικά επιχειρήματα για την αποκάλυψη της ταυτότητας αυτών των μαρτύρων και ότι δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει την ακρίβεια των δηλώσεών τους κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση.
Στη συνέχεια, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε ηχητικά και βιντεοσκοπημένα αρχεία των συναντήσεων των προσφευγόντων και των συναντήσεων των προσφευγόντων με αρκετούς μάρτυρες στην υπόθεσή τους, κατά τη διάρκεια των οποίων συζήτησαν ερωτήσεις και απορίες σχετικά με τις δραστηριότητες της Hizb ut-Tahrir.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη ορισμένες εκθέσεις πραγματογνωμόνων από ειδικούς στις πολιτικές επιστήμες που υπέβαλε η Εισαγγελία. Οι εκθέσεις ανέφεραν ότι τα αρχεία και βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των φυλλαδίων, που βρέθηκαν ως αποτέλεσμα των ερευνών στα διαμερίσματα των προσφευγόντων περιείχαν επιθετική ισλαμική προπαγάνδα σε συνδυασμό με μισαλλοδοξία έναντι άλλων θρησκειών και στα οποία διαφαίνονταν ότι ο στόχος του οργανισμού είναι να σπείρει τη διαφωνία και τη διχόνοια στην κοινωνία. Στόχος τους ήταν να υποκινήσουν το μίσος και την εχθρότητα για λόγους εθνικότητας, θρησκείας, εθνοθρησκευτικού και πολιτικο-ιδεολογικού αυτοπροσδιορισμού. Καλούσαν τους Μουσουλμάνους σε βίαιη και σωματική εξόντωση ανθρώπων, σε ανυπακοή στους νόμους των υφιστάμενων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, και σε παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας.
Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, ο τρίτος προσφεύγων ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να διατάξει άλλη εξέταση σχετικά με το υλικό που βρέθηκε. Ο εισαγγελέας εναντιώθηκε δηλώνοντας ότι, κατά τη μελέτη των εκθέσεων των πραγματογνωμόνων που διεξάχθηκαν στην προδικασία, ούτε οι προσφεύγοντες ούτε οι δικηγόροι τους είχαν αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων ή ζήτησαν πρόσθετες εξετάσεις πραγματογνωμόνων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του τρίτου προσφεύγοντος.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2007, το Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε τους προσφεύγοντες σύμφωνα με τις κατηγορίες. Στηρίχθηκε στα στοιχεία που περιεγράφηκαν παραπάνω και διαπίστωσε ότι ήταν παραδεκτές, συνεκτικές και πειστικές. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει τα πορίσματα των πραγματογνωμόνων, καθώς διεξήχθησαν από αρμόδιους ειδικούς που είχαν μελετήσει διεξοδικά το εν λόγω υλικό και κατέληξαν σε θεμελιώδη και αιτιολογημένα συμπεράσματα.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι η οργάνωση απαγορεύονταν στη Ρωσία, καθένας από τους προσφεύγοντες είχε προσχωρήσει σε αυτόν τον οργανισμό και ήταν ενεργά μέλη του από το 2004 έως το 2006. Συγκεκριμένα, είχαν στο σπίτι τους λογοτεχνία που σχετίζεται με τη Hizb ut-Tahrir, είχαν συναντηθεί μυστικά μεταξύ τους και με τους μάρτυρες της υπόθεσης για να μελετήσουν την εν λόγω λογοτεχνία και για να προωθήσουν τις ιδέες του εξτρεμιστικού οργανισμού. Έτσι, κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες είχαν επιβάλει αυτές τις εξτρεμιστικές ιδέες στους μάρτυρες και τους ώθησαν να αναζητήσουν νέους οπαδούς. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτές οι ενέργειες ισοδυναμούσαν με συμμετοχή σε οργάνωση χαρακτηριζόμενη ως εξτρεμιστική δυνάμει δικαστικής απόφασης λόγω της εξτρεμιστικής του δραστηριότητας, ένα αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 282.2 § 2 του Ποινικού Κώδικα.
Το δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι καθένας από τους προσφεύγοντες είχε διανείμει επίσης φυλλάδια της Hizb ut-Tahrir κοντά ή μέσα σε τζαμιά, δηλαδή σε μέρη με υψηλή επισκεψιμότητα. Αυτά τα φυλλάδια παρακινούσαν το μίσος και εχθρότητα και προσέβαλαν την αξιοπρέπεια ενός ατόμου ή και μιας ομάδας ατόμων λόγω της στάσης τους απέναντι στη θρησκεία. Έκρινε ότι η διανομή από τους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν ενεργήσει ως οργανωμένη ομάδα, των φυλλαδίων της οργάνωσης αποτελεί χωριστό αδίκημα υποκίνησης μίσους και εχθρότητας και εξευτελισμού της αξιοπρέπειας ενός ατόμου ή μιας ομάδας προσώπων λόγω της δημόσιας στάσης τους απέναντι στη θρησκεία από μια οργανωμένη ομάδα, ένα αδίκημα που τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα 282 § 2 (γ) του ρωσικού Ποινικού Κώδικα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο τους επέβαλε ποινές φυλάκισης (4 ετών και 3 μηνών, 4 ετών, 4 ετών και 6 μηνών αντίστοιχα).
Στις 28 Δεκεμβρίου 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας του Chuvash επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση. Απέρριψε την καταγγελία των δικηγόρων των προσφευγόντων για το ότι η ταυτότητα των μαρτύρων με το ψευδώνυμο «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ» δεν είχε αποκαλυφθεί κατά τη δίκη και ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασής τους παρέμειναν ανώνυμοι από τους άλλους συμμετέχοντες στην ποινική διαδικασία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια ρύθμιση ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση της ασφάλειας αυτών των δύο μαρτύρων και ότι το δικαστήριο παρέσχε λεπτομερείς λόγους για την απόφασή του προς τούτο. Δήλωσε επίσης ότι οι η εξέταση από τους πραγματογνώμονες της βιβλιογραφίας που βρέθηκαν στην κατοικία των προσφευγόντων είχε διεξαχθεί από αρμόδιους που είχαν εξετάσει διεξοδικά τα προστιθέμενα υλικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δήλωσε ότι δεν είχε λόγους να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και ότι δεν υπήρχε ανάγκη να διεξαχθούν πρόσθετες πραγματογνωμοσύνες, όπως πρότειναν οι προσφεύγοντες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις γενικές αρχές του σχετικά με τους ανώνυμους μάρτυρες, όπως αναφέρθηκε πρόσφατα λεπτομερώς στην υπόθεση Asani κατά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (αρ. 27962/10 , §§ 32-37, 1 Φεβρουαρίου 2018). Βάσει αυτών των γενικών αρχών, το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει, πρώτον, εάν υπήρξε αιτιολογία για τη διατήρηση μυστικής της ταυτότητας των ανώνυμων μαρτύρων «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ». Δεύτερον, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν η απόδειξη των μαρτύρων αυτών ήταν η μόνη ή αποφασιστική βάση της καταδίκης. Τρίτον, πρέπει να εξακριβώσει εάν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες εξισορρόπησης, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ισχυρών διαδικαστικών εγγυήσεων, ώστε να καταστεί δυνατή μια δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.
Πρώτον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι χορηγήθηκε ανωνυμία στους μάρτυρες «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ» επειδή οι ίδιοι φοβούνταν για την ασφάλειά τους. Το Δικαστήριο υπενθύμισε σχετικά ότι ο υποκειμενικός φόβος του μάρτυρα δεν αρκεί και τα δικαστήρια πρέπει να διεξάγουν κατάλληλες έρευνες για να προσδιορίσουν, πρώτον, εάν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για ύπαρξη φόβου και, δεύτερον, αν οι αντικειμενικοί λόγοι υποστηρίζονται από αποδεικτικά στοιχεία. Δεν υπήρχε, ωστόσο, κανένα στοιχείο της δικογραφίας ότι το δικαστήριο είχε ελέγξει αν οι μάρτυρες διακατέχονταν από φόβο που να δικαιολογείται αντικειμενικά. Είναι σημαντικό ότι οι προσφεύγοντες δεν κατηγορήθηκαν για βίαιες πράξεις και κανένας από τους άλλους μάρτυρες που κατέθεσαν εναντίον τους και των οποίων η ταυτότητα ήταν γνωστή δε δήλωσε ότι φοβόταν για την ασφάλειά του ή παραπονέθηκε για απειλές ή πιέσεις από τους προσφεύγοντες. Συνεπώς, το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του να χορηγήσει ανωνυμία στους μάρτυρες «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ».
Παρόλο που η απουσία επαρκούς αιτιολογίας δεν μπορεί, από μόνη της, να αποδείξει μη δίκαιη δίκη, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας που πρέπει να σταθμιστεί κατά την αξιολόγηση του συνολικά δίκαιου χαρακτήρα της δίκης, και αυτός που μπορεί να συμβάλει στην ισορροπία υπέρ της διαπίστωσης παραβίασης του άρθρου 6 §§ 1 και 3.
Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που το δικαστήριο άκουσε πολλούς μάρτυρες κατηγορίας να καταθέτουν ότι οι προσφεύγοντες ήταν μέλη της Hizb ut-Tahrir, οι δηλώσεις των μαρτύρων «Μακάροφ» και «Μεντβέντεφ» ήταν η μόνη απόδειξη ότι οι προσφεύγοντες μοίραζαν φυλλάδια κοντά σε ένα τζαμί. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το αδίκημα της δημόσιας διανομής φυλλαδίων συνιστά ξεχωριστό αδίκημα σύμφωνα με τα άρθρα 282 § 2 (γ) του Ποινικού Κώδικα. Ως προς αυτό το αδίκημα, οι καταθέσεις των ανώνυμων μαρτύρων ήταν η καθοριστική βάση για την καταδίκη και των τριών προσφευγόντων.
Δεδομένης της σημασίας των αποδεικτικών στοιχείων από ανώνυμους μάρτυρες στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο όφειλε να υποβάλει τη διαδικασία σε πιο διεξοδικό έλεγχο προκειμένου να βεβαιωθεί εάν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ισχυρών διαδικαστικών εγγυήσεων, ώστε να είναι δυνατή η δίκαιη και κατάλληλη αξιολόγηση της αξιοπιστίας αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο οι ίδιοι οι προσφεύγοντες, αλλά και οι δικηγόροι τους και ο δικαστής δεν μπορούσαν να δουν τους μάρτυρες στο δικαστήριο ή να ακούσουν τις παραμορφωμένες φωνές τους. Επομένως, δεν ήταν σε θέση να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά των μαρτύρων ή να ακούσουν τον τόνο της φωνής τους, προκειμένου να προβούν σε μια εκτίμηση της ειλικρίνειάς τους. Επιπλέον, παρόλο που οι προσφεύγοντες και οι δικηγόροι τους μπόρεσαν να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, το γεγονός ότι δεν τους δόθηκαν ουσιαστικά λεπτομέρειες σχετικά με τους μάρτυρες, όπως η προσωπικότητά τους ή το υπόβαθρό τους, υπονόμευσε την ικανότητά τους να διεξάγουν αποτελεσματική κατ’ αντιπαράθεση εξέταση και, ειδικότερα, και επομένως δε μπόρεσαν να προβάλουν τυχόν λόγους που μπορεί να έχει ο μάρτυρας για να πει ψέματα και, συνεπώς, να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των δηλώσεών τους. Τέλος, δεν προέκυπτε στην απόφαση ότι ο δικαστής προσέγγισε τα ανώνυμα αποδεικτικά στοιχεία με προσοχή. Συγκεκριμένα, ο δικαστής δεν έδειξε να γνωρίζει ότι οι δηλώσεις ανώνυμων μαρτύρων είχαν μικρότερο αποδεικτικό βάρος και δεν αιτιολόγησε γιατί τις έκρινε αξιόπιστες, λαμβάνοντας υπόψη και τα υπόλοιπα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία.
Δεδομένου ότι δεν διαπιστώθηκαν βάσιμοι λόγοι για τη χορήγηση ανωνυμίας στους εν λόγω μάρτυρες και, ιδίως, λόγω της σημασίας των αποδεικτικών στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης για να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσφευγόντων δεν περιορίζονται σε βαθμό ασυμβίβαστο με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Υπήρξε, επομένως, παραβίαση της διάταξης αυτής.