Άρειος Πάγος Ολομέλεια 5/2020
[…] Με την υπ’ αριθμ. 844/2019 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμπεται, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Πολ.Δικ. και 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ’ περ. β’ του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 “Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών”, ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πρώτος λόγος της από 13.2.2020 με ειδικό αριθμό καταθέσεως 32/2018 αιτήσεως, με την οποία διώκεται η αναίρεση της, υπ’ αριθμ. 320/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως ο λόγος αυτός συμπληρώνεται εν μέρει, αυτεπαγγέλτως (άρθρο 562 παρ. 4 Κ.Πολ.Δικ.), στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, γιατί κρίθηκε ότι, πέραν του ότι δημιουργείται ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας, προκειμένου να διερευνηθεί αν η ασκούμενη, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, αξίωση αποζημιώσεως από την εκτέλεση μη τελεσίδικης διαταγής πληρωμής, η οποία μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως (χωρίς ακύρωση και της αναγκαστικής εκτελέσεως), ορθώς υπήχθη στην παράγραφο 2 του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. ή έπρεπε να υπαχθεί στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου ή, ενδεχομένως, στην παράγραφο 3 αυτού.
[…] Από τα προεκτεθέντα, προσέτι δε και από το ότι η διαταγή πληρωμής επιφέρει στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως συνέπειες ισοδύναμες με την προσωρινή εκτελεστότητα, αλλά και από το γεγονός ότι μετά το ν. 4335/2015 στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως η ισοσθένεια διαταγής πληρωμής και οριστικής δικαστικής αποφάσεως, εκδηλώνεται τόσον στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία “σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης”, όσο και στη διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “(ο) δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής”, προκύπτει ότι και στην περίπτωση αξιώσεως αποζημιώσεως από την εκτέλεση διαταγής πληρωμής, η οποία όταν εκτελέστηκε δεν ήταν τελεσίδικη, πλην όμως μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως, μετά από άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 του Κ.Πολ.Δικ. εφαρμοστέα τυγχάνει, επίσης κατ’ αναλογία, η ρύθμιση του άρθρου 940 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. Περαιτέρω, με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. ρυθμίζεται, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της αποζημιώσεως του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται η ίδια η εκτέλεση ύστερα από άσκηση ανακοπής, παρέχεται δε και στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική μορφή αδικοπραξίας, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 του Α.Κ. Προϋποθέσεις, επομένως, της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου, βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής των άρθρων 933 και 936 του Κ.Πολ.Δικ., γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ., δ) ζημία του καθ’ ου η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. Η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ. εφαρμόζεται και στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές.
[…] Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει ότι με αυτήν εγείρεται αξίωση αποζημιώσεως που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνον στην ειδική αδικοπραξία του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. και ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, εφόσον σ’ αυτήν (αγωγή) δεν αναφέρεται ότι έχει επέλθει αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημιώσεως του καθ’ ου η εκτέλεση στην εν λόγω διάταξη (του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ), ενόψει και του ότι η επικαλούμενη αμετάκλητη ακύρωση του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, μέσω των ανακοπών των άρθρων 632 και 633 του Κ.Πολ.Δικ., δεν αποτελεί και ακύρωση της εκτελέσεως, που πραγματοποιήθηκε με βάση τη διαταγή πληρωμής.
Το δευτεροβάθμιο, επομένως, δικαστήριο, το οποίο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν μπορεί, για τον προεκτεθέντα λόγο, να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ., ορθώς ερμήνευσε την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ. και, συνακολούθως, ο συναφής με το κεφάλαιο αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραπεμφθείς στην Πλήρη Ολομέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πρώτος αναιρετικός λόγος, όπως αυτός συμπληρώθηκε εν μέρει αυτεπαγγέλτως (άρθρο 562 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ.) είναι αβάσιμος.
Κατά το μέρος όμως που το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε στη συνέχεια ότι η αγωγή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., την οποία εφάρμοσε, έσφαλε ως προς την ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Τούτο δε γιατί, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι η εκτέλεση της ./1991 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε ως αποτέλεσμα να εκπλειστηριασθεί, στις 30.5.1994, το διαμέρισμα ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, πραγματοποιήθηκε όχι υπό καθεστώς πλήρους, αλλά προσωρινής ισχύος του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου, ο οποίος στη συνέχεια (μεταγενεστέρως της εκτελέσεως) ακυρώθηκε αμετάκλητα (χωρίς ακύρωση και της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία, άλλωστε, δεν απαιτείται, εν προκειμένω), πλην όμως κατά το χρόνο εκτελέσεως του τίτλου δεν ήταν αυτός τελεσίδικος, – ενόψει του ότι η υπ’ αριθμ. 32356/1997 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί της ασκηθείσας ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής εκδόθηκε σε μεταγενέστερο του πλειστηριασμού χρόνο-, συνέτρεχε, εν προκειμένω, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας, περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της παραγράφου 1 της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ., όπως, δηλαδή, θα συνέβαινε εάν εκτελείτο προσωρινώς εκτελεστή δικαστική απόφαση, για την οποία ως προς τον βαθμό υπαιτιότητας του επισπεύδοντος την άδικη εκτέλεση, αξιώνεται όχι μόνον δόλος, αλλά αρκεί και βαριά αμέλεια.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο παραπεμφθείς στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δικ., εφάρμοσε την παράγραφο 2 αυτού, θεωρώντας ότι για την γένεση της αξιώσεώς του για αποζημίωση εξαιτίας της άδικης εκτελέσεως που υπέστη, απαιτείτο η διαπίστωση δόλου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεώς της και δεν εφάρμοσε, όπως έπρεπε, την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως, για την οποία αξιώνεται όχι μόνον δόλος, αλλά αρκεί και βαριά αμέλεια της τελευταίας, είναι βάσιμος.
Πρέπει, επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.), λόγω δε της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου τούτου παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως ως προς τους οποίους το Τμήμα είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), η επιστροφή του οικείου παραβόλου σ’αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr