Δικαστήριο ΕΕ: Οι επιβάτες μπορούν να αξιώσουν την προβλεπόμενη από το δίκαιο της ΕΕ αποζημίωση στο εθνικό νόμισμα του τόπου κατοικίας τους
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 3-09-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε ή είχε μεγάλη καθυστέρηση μπορούν να αξιώσουν την αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 [κανονισμός για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης] εκφρασμένη στο εθνικό νόμισμα του τόπου κατοικίας τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο αποκλεισμός της δυνατότητας του επιβάτη που έχει δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 να αξιώσει την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης αυτής στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί νόμιμο χρήμα στον τόπο της κατοικίας του δεν είναι συμβατός προς την απαίτηση ευρείας ερμηνείας των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που αφορά ο εν λόγω κανονισμός, καθώς και προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ζημιωθέντων επιβατών και των δικαιοδόχων τους.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Χ είχε επιβεβαιωμένη κράτηση στην αεροπορική εταιρία Smartwings Poland, πρώην Travel Service, με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία), για πτήση που της παρείχε τη δυνατότητα να μεταβεί από την πόλη Α, ευρισκόμενη σε τρίτη χώρα, στην πόλη Β, εντός της Πολωνίας. Στις 23 Ιουλίου 2017, η Χ εμφανίστηκε εγκαίρως στον έλεγχο των εισιτηρίων. Η πτήση καθυστέρησε περισσότερο από τρεις ώρες. Δεν διαπιστώθηκε ότι η Χ έλαβε στην τρίτη χώρα αναχωρήσεως ανταλλάγματα ή αποζημίωση ή ότι έτυχε βοήθειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004.
Η X, η οποία είχε δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση ύψους 400 ευρώ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, εκχώρησε την απαίτησή της στην εδρεύουσα στη Βαρσοβία εταιρία Delfly. Στη συνέχεια, η Delfly προσέφυγε ενώπιον του Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy XV Wydział Gospodarczy (πρωτοβάθμιο επαρχιακό δικαστήριο Βαρσοβίας, δέκατο πέμπτο τμήμα αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Πολωνία) ζητώντας να υποχρεωθεί η Smartwings Poland, πρώην Travel Service, να της καταβάλει το ποσό των 1.698,64 PLN, το οποίο, σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας η οποία ίσχυε κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής αποζημιώσεως, αντιστοιχούσε σε 400 ευρώ. Από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το δικαστήριο αυτό προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του πολωνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι διαφορές που συνδέονται με συμβατικές ενοχές εξετάζονται υποχρεωτικώς κατά την αποκαλούμενη «απλουστευμένη» διαδικασία, όταν το επίδικο ποσό δεν υπερβαίνει τα 20.000 PLN (περίπου 4.487 ευρώ).
Η Smartwings Poland, πρώην Travel Service, ζήτησε την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η σχετική αξίωση εκφράστηκε, αντιθέτως προς τις επιταγές του εθνικού δικαίου, σε εσφαλμένο νόμισμα, ήτοι σε πολωνικά ζλότι (PLN) και όχι σε ευρώ. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «απλουστευμένης» διαδικασίας, ο πολωνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπει καμία δυνατότητα μεταβολής της αγωγής. Κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, η τροποποίηση του νομίσματος στο οποίο εκφράζεται η αξίωση πρέπει να θεωρηθεί ως μεταβολή της αγωγής.
Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο πολωνικός νόμος περί Αστικού Κώδικα, της 23ης Απριλίου 1964, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ερμηνεύθηκε από το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) με την απόφασή του της 16ης Μαΐου 2012 στην υπόθεση III CSK 273/11. Εκθέτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση αυτή απαίτηση ήταν εκπεφρασμένη σε αλλοδαπό νόμισμα και ότι οι διάδικοι δεν είχαν συμφωνήσει ως προς τη δυνατότητα μετατροπής της σε πολωνικά ζλότι (PLN). Στο μέτρο που ο οφειλέτης δεν είχε επιλέξει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στο πολωνικό νόμισμα και δεν υπήρχε σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι ο δανειστής μπορούσε να αξιώσει την καταβολή μόνο σε αλλοδαπό νόμισμα. Κατά το εν λόγω Ανώτατο Δικαστήριο, μόνον ο οφειλέτης δικαιούται να επιλέξει το νόμισμα στο οποίο θα εκπληρώσει την παροχή του, τόσο στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης εκπληρώνει την παροχή εμπρόθεσμα, όσο και στην περίπτωση που περιέρχεται σε απλή καθυστέρηση ή υπερημερία. Σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη κατά την εκπλήρωση παροχής που έχει ως αντικείμενο χρηματικό ποσό εκπεφρασμένο σε αλλοδαπό νόμισμα, ο δανειστής έχει μόνον το δικαίωμα να επιλέξει την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία. Επιπλέον, το δικαίωμα του δανειστή να επιλέξει τη συναλλαγματική ισοτιμία υφίσταται μόνον εφόσον ο οφειλέτης έχει επιλέξει το πολωνικό νόμισμα.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι από την απόφαση αυτή απορρέει νομολογία κατ’ εφαρμογήν της οποίας τα εθνικά δικαστήρια απορρίπτουν αγωγές αποζημίωσης για τις συνέπειες της καθυστέρησης πτήσης στις οποίες η αξίωση προβάλλεται σε εθνικό νόμισμα, ενώ η απαίτηση είναι εκπεφρασμένη σε αλλοδαπό νόμισμα. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο δικαστής αδυνατεί να αποφανθεί σε μια τέτοια περίπτωση, λόγω της απαγόρευσης που του επιβάλλει ο πολωνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας να κρίνει επί αξιώσεως που δεν έχει υποβληθεί στην κρίση του.
Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν από το γεγονός ότι οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 δεν ερμηνεύονται κατά τρόπο ομοιόμορφο από τα πολωνικά δικαστήρια όσον αφορά τις λύσεις που πρέπει να δοθούν στις διαφορές στις οποίες ο ενάγων ζητεί αποζημίωση, εκφρασμένη σε εθνικό νόμισμα, για τη ζημία που υπέστη λόγω της καθυστέρησης πτήσης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla m. st. Warszawy XV Wydział Gospodarczy (πρωτοβάθμιο επαρχιακό δικαστήριο Βαρσοβίας, δέκατο πέμπτο τμήμα αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να ζητήσει, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004, και ιδίως το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι ο επιβάτης, του οποίου η πτήση ματαιώθηκε ή καθυστέρησε σημαντικά, ή ο δικαιοδόχος του μπορεί να αξιώσει την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει η διάταξη αυτή στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί νόμιμο χρήμα στον τόπο της κατοικίας του και, επομένως, αν η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή νομολογιακή πρακτική κράτους μέλους, η οποία προβλέπει ότι η σχετική αγωγή που ασκεί ο εν λόγω επιβάτης ή ο δικαιοδόχος του θα απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι ο ενάγων εξέφρασε το αγωγικό αίτημα στο εθνικό αυτό νόμισμα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, επεσήμανε ότι ο κύριος σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού. Συνακόλουθα, οι διατάξεις που παρέχουν δικαιώματα στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εξάρτηση του δικαιώματος αποζημίωσης για τις ζημίες αυτές από την προϋπόθεση να καταβάλλεται η οφειλόμενη αποζημίωση στον ζημιωθέντα επιβάτη σε ευρώ, αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου εθνικού νομίσματος, συνεπάγεται περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος αυτού και αντιβαίνει, ως εκ τούτου, στην απαίτηση ευρείας ερμηνείας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο τόνισε ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 εφαρμόζεται στους επιβάτες, χωρίς να πραγματοποιεί διακρίσεις μεταξύ τους λόγω ιθαγένειας ή τόπου κατοικίας, δεδομένου ότι το αποφασιστικό κριτήριο είναι ο τόπος όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο αναχώρησης των επιβατών. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι όλοι οι επιβάτες που έχουν δικαίωμα αποζημίωσης βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις, στο μέτρο που η προβλεπόμενη στο άρθρο αυτό αποκατάσταση της ζημίας εξασφαλίζεται σε όλους, τούτο δε κατά τρόπο τυποποιημένο και άμεσο.
Συνεπώς, η επιβολή προϋπόθεσης βάσει της οποίας το ποσό της προβλεπόμενης στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 αποζημίωσης, την οποία αξιώνει ο ζημιωθείς επιβάτης ή ο δικαιοδόχος του, δύναται να καταβληθεί μόνο σε ευρώ, αποκλειομένου του νομίσματος που αποτελεί νόμιμο χρήμα σε κράτος μέλος το οποίο δεν ανήκει στη ζώνη του ευρώ, είναι ικανή να οδηγήσει σε διαφορετική μεταχείριση των ζημιωθέντων επιβατών ή των δικαιοδόχων τους, χωρίς να μπορεί να προβληθεί κανένας αντικειμενικός λόγος προς δικαιολόγηση της διαφορετικής αυτής μεταχείρισης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας του επιβάτη που έχει δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 να αξιώσει την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης αυτής στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί νόμιμο χρήμα στον τόπο της κατοικίας του δεν είναι συμβατός προς την απαίτηση ευρείας ερμηνείας των δικαιωμάτων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που αφορά ο εν λόγω κανονισμός, καθώς και προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ζημιωθέντων επιβατών και των δικαιοδόχων τους.
Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η καταβολή του ποσού της οφειλόμενης αποζημίωσης στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί νόμιμο χρήμα στον τόπο κατοικίας των ενδιαφερόμενων επιβατών προϋποθέτει κατ’ ανάγκην μετατροπή του ευρώ προς το νόμισμα αυτό. Συναφώς, δεδομένου ότι ο κανονισμός 261/2004 δεν περιέχει καμία σχετική ένδειξη, οι λεπτομέρειες της πράξης μετατροπής, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού της εφαρμοστέας προς τούτο συναλλαγματικής ισοτιμίας, εξακολουθούν να διέπονται από το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο επιβάτης, του οποίου η πτήση ματαιώθηκε ή καθυστέρησε σημαντικά, ή ο δικαιοδόχος του μπορεί να αξιώσει την καταβολή του ποσού της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί νόμιμο χρήμα στον τόπο της κατοικίας του και, επομένως, η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή νομολογιακή πρακτική κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι η σχετική αγωγή που ασκεί ο εν λόγω επιβάτης ή ο δικαιοδόχος του θα απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι ο ενάγων εξέφρασε το αγωγικό αίτημα στο εθνικό αυτό νόμισμα.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA