ΑΠΟΦΑΣΗ
Belova κατά Ρωσίας της 15.09.2020 (αρ. προσφ. 33955/08)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σεβασμός της ιδιοκτησίας. Απώλεια ιδιοκτησίας λόγω μη νομίμου τίτλου και απόκτησης αυτού με κακή πίστη.
Ακίνητο επιστράφηκε στο κράτος πολλά έτη μετά την αγορά του από την προσφεύγουσα από ενδιάμεσους ιδιώτες, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνταν για τη σύναψη της αγοραπωλησίας. Η Κρατική Υπηρεσία Ιδιοκτησίας μετά από πολλά έτη ζήτησε την επιστροφή του ακινήτου για λόγους δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα για να χρησιμοποιηθεί στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2014. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε τελικά ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποκτήσει το ακίνητο με καλή πίστη και ακύρωσε τον τίτλο της.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, ο αγοραστής πρέπει να ερευνά προσεκτικά την προέλευσή του ακινήτου, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αξιώσεις κατάσχεσης ή απαλλοτρίωσης. Το Δικαστήριο συμφωνεί με το Ανώτατο εθνικό Δικαστήριο ότι, εάν το είχε πράξει η προσφεύγουσα, θα είχε ανακαλύψει ότι το ακίνητο που αγόραζε αποτέλεσε αντικείμενο διένεξης. Επιπλέον, η προσφεύγουσα έπρεπε να ήταν περισσότερο επιφυλακτική λόγω του γεγονότος ότι το ακίνητο άλλαξε ιδιοτήτη για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο. Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα ιδιωτικά συμφέροντά της στη χρήση του ακινήτου υπερέβαιναν τα προφανώς σημαντικά δημόσια συμφέροντα της φιλοξενίας των Ολυμπιακών Αγώνων και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Μη παραβίαση του δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη δίκη. Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο
Ερήμην της προσφεύγουσας η εκδίκαση της Αίτησης Ακύρωσης του Δημοσίου κατά της ίδιας. Κατά το ΕΔΔΑ, δεν προέκυψε κάποια απόδειξη ότι οι κοινοποιήσεις παραδόθηκαν στην προσφεύγουσα ή στον εκπρόσωπό της, οι οποίοι ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις σε σχέση με τη έδρα του εθνικού δικαστηρίου.
Παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Nina Aleksandrovna Belova, είναι υπήκοος της Ρωσίας, η οποία γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Σότσι.
Η υπόθεση αφορούσε επιστροφή ιδιοκτησίας βάσει του κανόνα της καλής πίστης στις αγοραπωλησίες. Το εν λόγω ακίνητο ανήκε στο Κράτος και διοικείτο από κρατική εταιρεία. Το 2003 η εταιρεία είχε μεταβιβάσει την ιδιοκτησία σε ιδιώτη για την εξόφληση ενός χρέους. Το ακίνητο αυτό στη συνέχεια μεταβιβάστηκε δύο φορές και το 2004 μεταβιβάστηκε στην προσφεύγουσα. Η συναλλαγή καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο και εκδόθηκαν οι σχετικές πράξεις.
Το 2012 ο Κρατικός Οργανισμός Ιδιοκτησίας ζήτησε την επιστροφή του ακινήτου για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2014. Μετά από διαδικασίες σε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε τελικά ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποκτήσει το ακίνητο με καλή πίστη και ακύρωσε τον τίτλο της. Σε παράλληλη υπόθεση το 2011, η προσφεύγουσα είχε ζητήσει κτηματολογική έρευνα για το ακίνητο. Μετά από διαδικασίες σε δύο βαθμούς, εξετάστηκε Αίτηση Ακύρωσης του Κρατικού Οργανισμού Ιδιοκτησίας. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί για αυτή τη διαδικασία και ότι είχε ζητήσει από το δικαστήριο να αναβάλει την συζήτηση της υπόθεσης. Το δικαστήριο ωστόσο, εξέτασε την υπόθεση ερήμην της και υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία ανήκε στο κράτος και θα χρησιμοποιούντο για να χτιστεί ξενοδοχείο πέντε αστέρων προκειμένου να φιλοξενηθούν μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, δίπλα σε καταφύγιο πουλιών.
Βασιζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία της. Βασιζόμενη επίσης στο άρθρο 6 § 1 (δίκαιη δίκη) της Σύμβασης παραπονέθηκε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν την είχαν ενημερώσει για τη διαδικασία Αίτησης Ακύρωσης, και δικάστηκε ερήμην της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η περιουσία της προσφεύγουσας πρέπει να θεωρηθεί «κατοχή» και ιδιοκτησία της κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, διότι είχε τον τίτλο της ιδιοκτησίας επίσημα καταχωρημένο και ότι η απόφαση επιστροφής του ακινήτου της προσφεύγουσας στο κράτος αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά της στην ειρηνική απόλαυση της εν λόγω ιδιοκτησίας.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με την Κυβέρνηση ότι η παρέμβαση υπόκειται στους όρους που προβλέπει ο νόμος, δηλαδή τα άρθρα 301 και 302 του εγχώριου Αστικού Κώδικα, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η παρέμβαση ήταν προς το δημόσιο συμφέρον διότι, όπως εξήγησαν οι εγχώριες αρχές και η κυβέρνηση, το κράτος σκόπευε να ανακτήσει την περιουσία που είχε απωλέσει λόγω κακής διαχείρισης και να τη χρησιμοποιήσει για τη διοργάνωση μεγάλου διεθνούς αθλητικού γεγονότος και για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.
Απέμεινε να καθοριστεί εάν η παρέμβαση ήταν ανάλογη με το προαναφερθέν συμφέρον και εάν η προσφεύγουσα είχε υποστεί υπερβολική ατομική επιβάρυνση.
Οι διάδικοι δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του σημείου αυτού. Από την πλευρά του, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η παρέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας έπρεπε να επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των γενικών συμφερόντων της κοινότητας και των δικαιωμάτων του ατόμου. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του στόχου του και όχι δυσανάλογο προς αυτόν. Η απαιτούμενη ισορροπία διαταράσσεται εάν ο ενδιαφερόμενος πρέπει να φέρει «ατομικό και υπερβολικό βάρος». Οι αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να διορθώσουν τα λάθη τους, αλλά όχι με τρόπο που ο ενδιαφερόμενος να φέρει υπερβολικό βάρος.
Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι «η διόρθωση των αδικιών του παρελθόντος [δεν πρέπει] να δημιουργεί νέα λάθη» και «τα άτομα που απέκτησαν τα υπάρχοντά τους με καλή πίστη [δεν θα πρέπει] να φέρουν το βάρος της ευθύνης που ανήκει στο κράτος».
Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι είναι δύσκολο για το κράτος να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε ότι η περιουσία του είχε απωλεσθεί λόγω κακής διαχείρισης. Το Κτηματολόγιο είχε καταχωρίσει τρεις μεταβιβάσεις του ακινήτου και είχε εκδώσει τρεις σειρές τίτλων. Σύμφωνα με τους νόμους της 21ης Ιουλίου 1997, οι πράξεις αυτές χρησίμευαν ως αναγνώριση και επιβεβαίωση της μεταβίβασης από το κράτος.
Ωστόσο, η πιο πρόσφατη εγχώρια απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση αρνήθηκε στην προσφεύγουσα το καθεστώς του αγοραστή με καλή πίστη.
Το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο αγοραστής οφείλει να ερευνήσει προσεκτικά την προέλευσή του ακινήτου, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αξιώσεις τρίτων. Το Δικαστήριο συμφώνησε με το Ανώτατο Δικαστήριο ότι, εάν το είχε πράξει η προσφεύγουσα, θα είχε ανακαλύψει ότι το ακίνητο που αγόραζε αποτέλεσε αντικείμενο διένεξης και ότι την παραμονή της αγοράς το Προεδρείο του Περιφερειακού Δικαστηρίου είχε ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ της εταιρείας και του Κ. (ενδιάμεσου αγοραστή). Επιπλέον, η προσφεύγουσα έπρεπε να βρίσκεται σε επιφυλακή λόγω του γεγονότος ότι το ακίνητο άλλαξε ιδιοκτήτη για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο.
Επιπλέον, παρόλο που το κράτος δεν αποζημίωσε την προσφεύγουσα, δεν υπήρξε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι δεν θα ήταν σε θέση να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια της από τους υπεύθυνους.
Τέλος, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε τι χρήση έκανε στο ακίνητο και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα ιδιωτικά συμφέροντά της υπερέβαιναν τα προφανώς σημαντικά δημόσια συμφέροντα της φιλοξενίας των Ολυμπιακών Αγώνων και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα των κειμένων των κοινοποιήσεων για συζήτηση στο Δικαστήριο, που παρέσχε η Κυβέρνηση στην παρούσα υπόθεση. Δεν παρείχε, ωστόσο, καμία απόδειξη ότι επιδόθηκαν στην προσφεύγουσα ή στον νόμιμο εκπρόσωπό της.
Επιπλέον, προέκυψε ότι αποστάλθηκαν μόνο οκτώ ημέρες πριν από την συζήτηση της υπόθεσης, κάτι που δεν ήταν αρκετό, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα και ο δικηγόρος της ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις σε σχέση με τη έδρα του δικάζοντος δικαστηρίου.
Επιπλέον, από πουθενά δεν προέκυψε ότι το Προεδρείο εξέτασε δεόντως το αίτημα αναβολής που είχε αποσταλεί με φαξ από τον δικηγόρο της προσφεύγουσας την παραμονή της συζήτησης και το οποίο περιείχε φαινομενικά βάσιμους λόγους για την αναβολή.
Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5.200 ευρώ για ηθική βλάβη.