ΑΠ 331/2020
Αξίωση μισθωτού για προαγωγή του. Ο εργοδότης, εναγόμενος από μισθωτό του για παράλειψη της προαγωγής του έχει το δικαίωμα να προβάλει προς άμυνα κατά της αγωγής διακωλυτική ένσταση κατά της αξιώσεως του μισθωτού προς προαγωγή, η οποία ένσταση θεμελιώνεται στον ισχυρισμό της απλής υπεροχής ενός ή περισσοτέρων συναδέλφων του ενάγοντος
Αριθμός 331/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό ΤμήμαΣυγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά, Σοφία Τζουμερκιώτη και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5η Μαρτίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………………….”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Μάρκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Γ. Π. του Α., κατοίκου …, με την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα του, Α. Π. του Γ., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Κατσουλάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2008 αγωγή του αρχικώς ενάγοντα ήδη θανόντα Α. Π. και στη θέση του υπεισήλθε ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος και ήδη αναιρεσείων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2300/2011οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 244/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30-5-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αξίωση του ενάγοντος μισθωτού για προαγωγή του (μισθολογική ή βαθμολογική) στην περίπτωση παραλείψεως αυτής, ελέγχεται από τα δικαστήρια ανάλογα με τη φύση του κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού του εναγομένου εργοδότη.
Ειδικότερα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή.
Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 Α.Κ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή.
Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Από αυτά καθίσταται φανερό ότι είτε εφαρμοσθεί το άρθρο 281 Α.Κ. (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου) είτε εφαρμοσθεί το άρθρο 207 Α.Κ. (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παραλείψεως προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντιθέσεως ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστεως και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (Ολ. Α.Π. 32/2002, Α.Π. 256/2016).
Στην προκειμένη υπόθεση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε και τα ακόλουθα ουσιώδη: “Ο ενάγων, ο οποίος απεβίωσε στις 29.1.2011 και τη δίκη συνεχίζει ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, γιός του, Γ. Π., προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 14.1.1970 ως δόκιμος λογιστής και εντάχθηκε στο μόνιμο προσωπικό της. Ακολούθως, εξελίχθηκε βαθμολογικά και από 1/1/2002 κατείχε τον βαθμό του Υποδιευθυντή Α. Ειδικότερα, η βαθμολογική του εξέλιξη έχει ως εξής: προήχθη σε βοηθό λογιστή από 1-1-1972, Υπολογιστή από 1-1-1974, Λογιστή Β’ από 1-1- 1978, Λογιστή Α’ από 1-1-1980, Υποτμηματάρχη από 1-1-1984, Τμηματάρχη Β’ από 1-1-1987, Τμηματάρχη Α’ από 1-1-1992, Υποδιευθυντή Β’ από 1-1-1995 και Υποδιευθυντή Α από 1-1-2002. Τυγχάνει πτυχιούχος Π.Α.Σ.Π.Ε και έχει παρακολουθήσει οκτώ (8) εκπαιδευτικά σεμινάρια καθώς και μαθήματα χρήσεως Η/Υ. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα χωρίς να διαθέτει πτυχίο. Κατά την υπηρεσιακή του εξέλιξη υπηρέτησε στις εξής θέσεις: από 14-1-1970 στη Διοίκηση – Διεύθυνση Λογιστηρίου ως υπάλληλος, από 27-6-1975 στο κατάστημα …- Τμήμα Οικονομικών και Διοικητικών Λειτουργιών, ως υπάλληλος, από 11-7-1977 στη Διοίκηση – Διεύθυνση Πίστης ως υπάλληλος, από 29-10-1982 στο Κατάστημα … – Τμήμα Οικονομικών και Διοικητικών Λειτουργιών, ως Προϊστάμενος με δικαίωμα Β’ υπογραφής, από 2-6-1986 στο Κατάστημα … – Τμήμα Πιστοδοτήσεων, ως Προϊστάμενος με δικαίωμα Β’ υπογραφής, από 3-2- 1992 στο Κατάστημα … – Τμήμα Καταθέσεων – Κιν. Κεφαλαίων, ως Προϊστάμενος με δικαίωμα Β’ υπογραφής, από 8-4-1994 στο Κατάστημα .., ως Υποδιευθυντής, με δικαίωμα Α’ υπογραφής, από 19-12-1994 στο Κατάστημα .. Β’, ως Διευθυντής, με δικαίωμα Α’ υπογραφής, από 5-2-2001 στο Κατάστημα .., ως Διευθυντής, με δικαίωμα Α’ υπογραφής, από 18-7-2005 στη Διοίκηση, Τομέας Δικτύου Πωλήσεων Διεύθυνση Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων, με δικαίωμα Α’ υπογραφής και από 27-9-2006 στη Διοίκηση-Διεύθυνση Διαχείρισης Εμπλοκών, με δικαίωμα Α’ υπογραφής. Η βαθμολογία του κατά τα έτη 2002 έως 2004 ήταν “εξαίρετος” και το έτος 2005 “πολύ καλός”. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι με την 4832/1983 πράξη του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης επιβλήθηκε στον ενάγοντα ποινή του προστίμου στέρησης αποδοχών δύο (2) μηνών λόγω επεισοδίου σε βάρος συναδέλφου του με απρεπείς εκφράσεις. Κατόπιν προσφυγής του ενάγοντος η εν λόγω ποινή μειώθηκε σε πρόστιμο στέρησης αποδοχών ενός (1) μηνός. Περαιτέρω, η εναγομένη προέβη στην περικοπή της μισθοδοσίας του λόγο;” επανειλημμένων καθυστερήσεων κατά τον Σεπτέμβριο 1991 1 ώρας και 18 λεπτών, τον Οκτώβριο- Νοέμβριο 1991 1 ώρας, τον Απρίλιο 1992 1 ώρας και 25 λεπτών, τον Δεκέμβριο 1992 1 ώρας και 25 λεπτών, τον Φεβρουάριο 1993 1 ώρας, τον Μάρτιο 1993 1 ώρας και 5 λεπτών, τον Ιούνιο 1993 2 ωρών και 5 λεπτών, τον Ιούλιο 1993 1 ώρας και 35 λεπτών, τον Ιανουάριο 1994 2 ωρών και 30 λεπτών, τον Φεβρουάριο 1994 4 ωρών και 50 λεπτών, και τον Μάρτιο 1994 4 ωρών και 45 λεπτών. Εξάλλου με εμπιστευτικά σημειώματά της η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-1996 έως 17-1-2003, που ο ενάγων ήταν Διευθυντής στα Καταστήματα Λάρισας Β’ και Α’ απέδωσε σε αυτόν ευθύνες για την μη επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού τους, με τη σύσταση να εντείνει τις προσπάθειές του, και, επίσης, στο Κατάστημα .. Β’, απέδωσε σε αυτόν ευθύνες για λογαριασμό πιστούχου που μεταφέρθηκε στις οριστικές καθυστερήσεις με υπόλοιπο 4.980.222 δρχ., λόγω κακής διαχείρισης της πιστοδότησης, για σφράγιση 89 επιταγών από 2/1 έως 31/10/1998 λόγο) ελλιπούς ελέγχου πριν την χορήγηση των στελεχών των επιταγών και στο Κατάστημα Λάρ..ισας Α’, για μεταφορά ποσού 5.971,55 ευρώ από πιστωτικές κάρτες, χωρίς την απαιτούμενη έγκριση της Διοίκησης από τον λογαριασμό 24 οριστικές καθυστερήσεις στον λογαριασμό 27 επισφαλείς χορηγήσεις και για άλλες παράτυπες ενέργειες, όπως σύμβαση ΑΑΛ συμβατικού ποσού 300.000 ευρώ, ενώ η εγκριτική απόφαση προέβλεπε πιστωτικό όριο (εφάπαξ) 150.000 ευρώ, χορηγήσεις συνολικού ποσού 150.000 ευρώ χωρίς την προσωπική εγγύηση του Κ. Χ. (Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου), όπως προέβλεπε η εγκριτική απόφαση, δέχτηκε σε ενέχυρο και επιταγές συνολικού ποσού 3.802 ευρώ δύο εκδοτών που εμφάνιζαν δυσμενή στοιχεία και ενός εκδότη που οι επιταγές (60.000 ευρώ) αφορούσαν σε προκαταβολές. Για τις ανωτέρω παράτυπες ενέργειες έγιναν στον ενάγοντα αυστηρές συστάσεις με την επισήμανση ότι σε περίπτωση επαναλήψεώς τους θα υπέκειτο σε πειθαρχικό έλεγχο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τις προαγωγικές κρίσεις του 2005, του Λογιστικού Κλάδου στο βαθμό του Διευθυντή, το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης κατόπιν της υπ’αριθμ. 44/27-7- 2006 εγκυκλίου, κατά την υπ’αριθμ.2699/26-7-2006 συνεδρίασή του, προήγαγε, κατ’ εκλογήν (σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32 του Οργανισμού Προσωπικού της) τους αναφερόμενους στην αγωγή προς σύγκριση, ομοιόβαθμους συναδέλφους του ενάγοντος Φ. Τ. και Γ. Λ.. Ειδικότερα, α) ο Φ. Τ. προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 8-5-1973 και προήχθη στον Βαθμό του Υποδιευθυντή Α’ από 1-1-2002. Είναι απόφοιτος εξαταξίου Γυμνασίου, δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες και έχει παρακολουθήσει ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο “εκπαίδευσης εκπαιδευτών”, συμμετείχε δε ως εισηγητής στο σεμινάριο “Βασικής εκπαίδευσης νέων υπαλλήλων”. Υπηρέτησε στα τμήματα Καταθέσεων, Χορηγήσεων, και Λογιστηρίου στα Καταστήματα Κεντρικό, … και …. Του χορηγήθηκε προσωρινό δικαίωμα Β’ υπογραφής ως Λογιστή Β’ του Κατ/τος … από 23/7/1986 έως 1/8/1986 και από 3/8/1987 έως 14/8/1987. Τοποθετήθηκε Προϊστάμενος του Τμήματος Λογιστηρίου του ιδίου Κατ/τος με δικαίωμα Β’ υπογραφής από 19/9/1988, ως Λογιστής Α’ και επίσης ως Λογιστής Α’ τοποθετήθηκε στο τμήμα Καταθέσεων Κιν. Κεφαλαίων με δικαίωμα Β’ υπογραφής από 6/2/1989. Από 2/7/1990 είναι αποσπασμένος σε συνδικαλιστική θέση και για τον λόγο αυτόν δεν έχουν συνταχθεί δελτία αξιολογήσεως, ενώ ο χρόνος αποσπάσεως του υπαλλήλου, ως συνδικαλιστή , από την Τράπεζα λογίζεται ως ευδόκιμη υπηρεσία. Ειδικότερα, βάσει του από 2/7/1990 εγγράφου της Δ/νσης Διοικητικού προς το Τ.Α.Π.Γ.Τ.Ε., ο ως άνω Φ. Τ. απηλλάγη των καθηκόντων του Λογιστή Α’ λόγω της εκλογής του στο Δ.Σ του Ταμείου Αλληλοβοήθειας. Το έτος 1992 εξελέγη ως μέλος του Δ.Σ του ΝΠΔΔ “Ταμείο Ασφαλίσεως Ασθενείας Προσωπικού Τραπεζών Πίστεως -Γενικής- Αμέρικαν Εξπρές”. Τα έτη 1995 και 1998 εξελέγη μέλος του Δ.Σ του Ε.Κ.Α για 3ετή θητεία και, ακολούθως το 1995 Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας και το 1998 Αναπληρωτής Πρόεδρος της Οργάνωσης αυτής, β) ο Γ. Λ. προσλήφθηκε στις 15/9/1975 και προήχθη στον βαθμό του Υποδιευθυντή Α’ από 1/1/2002. Είναι πτυχιούχος ΠΑΣΠΕ Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες και έχει παρακολουθήσει έξι (6) επιμορφωτικά σεμινάρια, ένα από τα οποία αφορά την εκμάθηση Η/Υ. Τοποθετήθηκε από 2/6/1986, ως Λογιστής Α’, ως Προϊστάμενος του τμήματος Λογιστηρίου στο Κατ/μα …, με δικαίωμα Β’ υπογραφής, ενώ από 9/2/1998 είναι εκλεγμένος συνδικαλιστής, αποσπασμένος στον Σ.Υ.Γ.Τ.Ε, για την άσκηση των καθηκόντων του, ως αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα και Εφόρου. Λόγω της αποσπάσεώς του σε συνδικαλιστική θέση, δεν έχουν συνταχθεί γι’ αυτόν δελτία αξιολογήσεως, ενώ ο χρόνος αποσπάσεώς του, ως συνδικαλιστή, από την Τράπεζα, λογίζεται ως ευδόκιμη υπηρεσία. Από την συγκριτική αντιπαράθεση των τυπικών και συστατικών προσόντων του ενάγοντος και των ως άνω συγκρινομένων συναδέλφων του, οι οποίοι προήχθησαν, προκύπτει ότι ο ενάγων υπερτερεί των προαχθέντων ως προς την γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα (χρόνο προσλήψεως), γεγονός, όμως, που δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο προαγωγής στον βαθμό του Διευθυντή, είναι ισοδύναμος με αυτούς ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα (προαγωγή στον κατεχόμενο βαθμό). Υπερτερεί έναντι του Φ. Τ. ως προς τους τίτλους σπουδών, ενώ ως προς αυτούς είναι ισοδύναμος με τον Γ. Λ., υπερτερεί ως προς την γνώση ξένης γλώσσας έναντι αμφοτέρων, είναι ισοδύναμος με τον Γ. Λ. ως προς την χρήση Η/Υ ενώ υπερτερεί ως προς αυτήν (χρήση Η/Υ) έναντι του Φ. Τ.. Εξάλλου, ο ενάγων υπερτερεί έναντι αμφοτέρων ως προς τον αριθμό επιμορφωτικών σεμιναρίων. Τέλος, ο ενάγων υπερτερεί έναντι αμφοτέρων των συγκρινομένων ως προς την βαθμολογία, διότι για τους τελευταίους δεν έχουν συνταχθεί δελτία αξιολόγησης και, επίσης υπερτερεί καταφανώς έναντι αμφοτέρων ως προς τον χρόνο άσκησης από αυτούς υπεύθυνων καθηκόντων σε θέσεις ευθύνης τραπεζικών εργασιών. Ειδικότερα, ναι μεν, κατά την θητεία του ως Διευθυντής στα ως άνω καταστήματα … Α’ και Β’, ήτοι με υπεύθυνα καθήκοντα αυστηρώς τραπεζικών εργασιών, ο ενάγων δέχθηκε συστάσεις για παράτυπες ενέργειες και μη επίτευξη των στόχων βάσει του Προϋπολογισμού τους, όμως, η βαθμολογία του κατά τα προ της ένδικης προαγωγής κρίσης έτη 2002, 2003 και 2004 ήταν “εξαίρετος” χωρίς να διατυπωθούν οποιεσδήποτε σχετικά με τις προαναφερόμενες ενέργειες παρατηρήσεις, ενώ η επιβληθείσα σε αυτόν πειθαρχική ποινή το έτος 1983 δεν παρεμπόδισε την ομαλή υπηρεσιακή εξέλιξή του στις προηγηθείσες προαγωγικές κρίσεις. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, υφίσταται καταφανής υπεροχή του ενάγοντος έναντι των ως άνω συγκρινομένων συναδέλφων του…..
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη, προέβαλε, παραδεκτώς, πρωτοδίκως, διακωλυτική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι, σε κάθε περίπτωση, στη θέση του ενάγοντος θα προάγονταν οι επίσης παραλειφθέντες και (απλώς) υπερέχοντες του ενάγοντος Κ. Κ., Σ. Μ. και Σ. Θ.. Η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, εφόσον οι Κ. Κ. και Σ. Θ. έχουν ήδη κριθεί προακτέοι με τις 6132/2010 και 1260/2014 τελεσίδικες αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν αυτοτελών αγωγών που έχουν και αυτοί ασκήσει κατά της εναγομένης και, συνεπώς, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων καταφανώς υπερείχε δύο προαχθέντων, αλυσιτελώς, προτείνεται με την διακωλυτική ένσταση μόνον ο Σ. Μ. (ΑΠ 7271/2005). Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης, ενεργώντας αντίθετα προς την καλή πίστη, παρέλειψε να προαγάγει και τον ενάγοντα στον βαθμό του Διευθυντή από 1/1/2005, παρακωλύοντας, έτσι, την πλήρωση της αιρέσεως, υπό την οποία τελούσε το δικαίωμα για προαγωγή του στον βαθμό αυτόν. Επομένως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η ενάγομένη υποχρεούται να προαγάγει τον ενάγοντα στον βαθμό του Διευθυντή από 1/1/2005. Ενόψει δε της κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεως της εναγομένης να προαγάγει τον ενάγοντα στον βαθμό του Διευθυντή από 1/1/2005, πρέπει να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον Γ. Π., με την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ενάγοντος πατέρα του Α. Π. του Γ., ο οποίος με την κατ’ άρθρα 286, 287, 290 και 292 ΚΠολΔ δήλωσή του και εκούσια επανάληψη της δίκης λόγω του θανάτου του ενάγοντος πατέρα του υποδηλώνει, σε κάθε περίπτωση, αποδοχή της κληρονομιάς του τις προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές μεταξύ του Υποδιευθυντή Α’ και του Διευθυντή, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, οι οποίεε ανέρχονται κατά το ένδικο χρονικό διάστημα στα ακόλουθα ποσά: α) το έτος 2005: τον Ιανουάριο 948,27 ευρώ (4.380,65-3.382,38), τον Φεβρουάριο 998,27 ευρώ (4380,65-3382,38)…..” Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεως τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ. Α.Π. 25/2003).
Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 281, 297 και 298 Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργοδότης, εναγόμενος από μισθωτό του για παράλειψη της προαγωγής του κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ. ή εκείνων των άρθρων 201 και 207 Α.Κ., έχει το δικαίωμα να προβάλει προς άμυνα κατά της αγωγής διακωλυτική ένσταση κατά της αξιώσεως του μισθωτού προς προαγωγή, η οποία ένσταση θεμελιώνεται στον ισχυρισμό της απλής υπεροχής ενός ή περισσοτέρων συναδέλφων του ενάγοντος, οι οποίοι θα είχαν προαχθεί αντ’ αυτού, αν δεν είχαν προαχθεί κατά παράλειψή του οι αναφερόμενοι στην αγωγή.
Η ένσταση αυτή δεν συνιστά δόλια συμπεριφορά του εργοδότη ούτε αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως, σε περίπτωση δε ευδοκιμήσεως της επιφέρει απλώς τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραλείψεως της προαγωγής του ενάγοντος και της προαγωγής των προτεινομένων από αυτόν προς σύγκριση με την αγωγή του (Α.Π. 215/2017, 287/2015). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη παραδεκτά είχε προβάλει πρωτοδίκως και είχε επαναφέρει με λόγο εφέσεως τη διακωλυτική ένσταση και συγκεκριμένα είχε ισχυρισθεί ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι ο ενάγων υπερείχε καταφανώς των προαχθέντων ανωτέρω δύο συναδέλφων του και πάλι δεν θα προήγετο στο βαθμό του Διευθυντή διότι θα προήγοντο δύο από τους προτεινόμενους προς σύγκριση τρεις συναδέλφους του Κ. Κ., Σ. Μ. και Σ. Θ.), οι οποίοι υπερείχαν αυτού και οι οποίοι επίσης δεν προήχθησαν, κατά τις εν λόγω κρίσεις. Το Εφετείο, αφού κατά τα προεκτεθέντα δέχθηκε ότι ο ενάγων υπερείχε καταφανώς έναντι των άνω προαχθέντων κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2005 Φ. Τ. και Γ. Λ., ακολούθως δεν προέβη στην έρευνα της ανωτέρω νομίμως προταθείσης διακωλυτικής ενστάσεως της εναγομένης και στη σύγκριση των προσόντων αυτού με αυτά των τριών ανωτέρω προτεινομένων προς σύγκριση και επίσης μη προαχθέντων κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2005 συναδέλφων του αλλά απέρριψε την ένσταση αυτή ως αλυσιτελώς προτεινόμενη. Ειδικότερα, δέχθηκε ότι εφόσον οι δύο εκ των τριών προτεινόμενων προς σύγκριση με την διακωλυτική ένσταση συνάδελφοί Κ. Κ. και Σ. Θ. κρίθηκαν προακτέοι δυνάμει τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, κατόπιν σχετικών αγωγών των, δεν έπρεπε αυτοί να τεθούν σε σύγκριση με τον ενάγοντα, δίχως όμως να προσδιορίζει η προσβαλλόμενη εάν οι ανωτέρω κρίθηκαν προακτέοι κατά τις προαγωγικές κρίσεις του έτους 2005 που ενδιαφέρει εν προκειμένω ή σε προαγωγικές κρίσεις άλλου έτους που δεν αφορούν την επίδικη προαγωγή του ενάγοντος και τούτο ασχέτως του ότι σε κάθε περίπτωση έπρεπε να ερευνήσει την διακωλυτική ένσταση και να προβεί σε σύγκριση των προσόντων του ενάγοντος με αυτά των προτεινόμενων κατά τα άνω συναδέλφων του. Με την κρίση του αυτή και συγκεκριμένα μη λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης (η οποία αποτελεί πράγμα κατά την προεκτεθείσα έννοια) το εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β Κ.Πολ.Δ, αφού η τυχόν παραδοχή της προαναφερθείσης ενστάσεως θα οδηγούσε στην κατάλυση του δικαιώματος του ενάγοντος προς προαγωγή και ακολούθως σε απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης. Τούτο δε διότι, αν το εφετείο και αφού προέβαινε προηγουμένως σε σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων του ενάγοντος με αυτά των εν λόγω λοιπών τριών προταθέντων με τη διακωλυτική ένσταση και μη προαχθέντων συναδέλφων του, έκρινε (ενδεχομένως) ακολούθως ότι αυτοί υπερείχαν εκείνου, τότε και πάλι δεν θα έπρεπε να προαχθεί ο ενάγων, (ο οποίος κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης υπερείχε καταφανώς έναντι δύο προαχθέντων συναδέλφων του, αφού θα προήγοντο στις θέσεις των προαχθέντων δύο εκ των ως άνω τριών μη προαχθέντων επίσης συναδέλφων του, οι οποίοι υπερείχαν εκείνου, δεχόμενο δηλαδή έτσι την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αυτή, είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του προαναφερθέντος λόγου αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας κατά το νόμιμο αίτημα αυτής (άρθρ. 176 & 183 ΚΠολΔ), η οποία κατέθεσε προτάσεις, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 244/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Φεβρουαρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ