ΑΡΙΘΜΟΣ 101/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διαζύγιο. Συμμετοχή στα αποκτήματα. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται, στη μεν περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), ο χρόνος της άσκησης της αγωγής, στη δε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Για την εξεύρεση όμως της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, λαμβάνεται δε υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ1316/2017, ΑΠ808/2015, ΑΠ1899/2014, ΑΠ406/2003). Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίων με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, όπως είναι και οι υπηρεσίες που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, εφόσον όμως αυτές υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρ. 1389 και 1390 ΑΚ για την εκπλήρωση της υποχρέωσης συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές τους ανάγκες. Προς το σκοπό αυτό είναι αναγκαίο στη σχετική αγωγή και στην αντίστοιχη απόφαση να προσδιορίζονται και να αποτιμώνται οι παρεχόμενες στο συζυγικό οίκο υπηρεσίες, ώστε συγκρινόμενες με τις επίσης χρηματικά αποτιμώμενες οικογενειακές ανάγκες να διαπιστώνεται, αν οι υπηρεσίες αυτές υπερβαίνουν και σε ποια έκταση το επιβαλλόμενο από τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις μέτρο συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές τους ανάγκες (ΑΠ817/2013). Η αποτίμηση των υπηρεσιών του δικαιούχου συζύγου, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής (ΑΠ2120/2017). Όταν όμως η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε, μοναδική προϋπόθεση έχει, την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου, κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνον, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική, κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική, κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα και των δύο, κατά το χρόνο αυτό και ειδικότερα, για την περίπτωση της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης, την αξία της. περιουσίας κατά το χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή της άσκησης της αγωγής. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεως για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ1155/2017, ΑΠ1173/2012, ΑΠ411/2004). Ο εναγόμενος περαιτέρω, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Με τη σχετική ως άνω διάταξη δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ1316/2017, ΑΠ808/2015, ΑΠ1710/2012, ΑΠ379/2011), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενιστάμενος εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεσθεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ2120/2017, ΑΠ379/2011). Στον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3, αφού ο τελευταίος ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ1037/2017, ΑΠ492/2017, ΑΠ406/2003). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικος στην υποχρέωση του προηγουμένου άρθρου περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρεώσεως προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ1550/2018, ΑΠ1048/2009). Ως εργασία κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ως μέσο εκπλήρωσης της υποχρέωσης προς συνεισφορά για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, νοείται η προσωπική εργασία, τόσο η εξωοικιακή όσο και η οικιακή, στην πρώτη δε μορφή εντάσσεται και η παροχή εργασίας από τον ένα σύζυγο στο επάγγελμα ή την επιχείρηση του άλλου, χωρίς αμοιβή, καθώς και η απασχόληση στην οικιακή οικονομία. Επομένως, ναι μεν οι δαπάνες από την οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα του συζύγου δεν περιλαμβάνονται στην οικογενειακές ανάγκες, ωστόσο, η προσωπική εργασία του άλλου συζύγου στην επιχείρηση αυτού, αποτελεί μέσο εκπλήρωσης της προς συνεισφορά υποχρεώσεως.