Αριθμός 189/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ.
– Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 ΝΔ 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ΝΔ 356/1974: “1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ` ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ό νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη”. Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. ορίζει: “Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις”. Περαιτέρω στις διατάξεις των άρθρων 51-55 του Π.Δ. 16/1989 ορίζεται ότι: “Η βεβαίωση των εσόδων στις Δ.Ο.Υ. γίνεται με νόμιμους τίτλους είσπραξης, όπως αυτοί καθορίζονται από το Ν.Δ. 356/1974 “περί Κωδικός Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων” (Κ.ΕΔ.Ε.) (Φ.Ε.Κ. 90/Α) (άρθρο 51), “Δικαιολογητικά στοιχεία για την έκδοση τίτλου είσπραξης αποτελούν: 1. Η διάταξη νόμου. 2. Οι τίτλοι βεβαίωσης που προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει. 3. Η καταλογιστική απόφαση. 4. Οι αποφάσεις ή πράξεις αρμόδιας αρχής.” (άρθρο 52), “Η σύνταξη των τίτλων είσπραξης από τα αρμόδια τμήματα της Δ.Ο.Υ., η αποστολή αυτών στο Τμήμα Εσόδων, καθώς και η βεβαίωση τους, γίνεται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν” (άρθρο 53), “Η βεβαίωση των εσόδων του Δημοσίου ή τρίτων διακρίνεται: 1. Σε βεβαίωση που γίνεται με βάση τίτλους είσπραξης. 2. Σε οίκοθεν βεβαίωση….” (άρθρο 54), “1 Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τους συντάσσει, β. Ο αριθμός του τίτλου είσπραξης, γ. Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, δ. Το επώνυμο, όνομα, πατρώνυμο, ΑΦΜ, το επάγγελμα, η ακριβής διεύθυνση του επαγγέλματος και της κατοικίας του οφειλέτη και αν πρόκειται για εταιρίες η επωνυμία τους, η έδρα τους και τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα με τις διευθύνσεις τους. ….ε. Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, στ. Ο αριθμός των δόσεων, ζ. Οι υπογραφές του υπαλλήλου που συντάσσει αυτούς, του αρμοδίου προϊσταμένου του τμήματος και του προϊσταμένου της υπηρεσίας, η. Η υπηρεσιακή σφραγίδα….2…3. Κάθε τίτλος είσπραξης συνοδεύεται από περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης σε τρία αντίτυπα μεταξύ των οποίων και το πρωτότυπο. … Στις περιληπτικές καταστάσεις πρέπει να συμπληρώνονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τη συντάσσει, β. Ο τίτλος της Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, γ. Το είδος του φόρου, δ. Ο συνολικός αριθμός των οφειλετών που περιλαμβάνονται στον τίτλο είσπραξης, ε.Τα συνολικά κατά κωδικό αριθμό ή εκτός προϋπολογισμού ποσά και το γενικό σύνολο αριθμητικώς και ολογράφως, στ. Η υπογραφή του προϊσταμένου της αρχής που τη συντάσσει και η υπηρεσιακή σφραγίδα….” (άρθρο 55).
– Τέλος, στις διατάξεις των άρθρων 32, 33 και 35 του Β.Δ. 757/1969 ορίζονται τα εξής: “Η βεβαίωσις των εσόδων εις τα Δημόσια Ταμεία ενεργείται βάσει νόμιμου τίτλου, ως καθορίζεται υπό του Νόμου περί εισπράξεων εσόδων.” (άρθρο 32), “1. Δι’ έκαστον οικονομικόν έτος και έσοδον συντάσσονται υπό της αρμοδίας Αρχής και αποστέλλονται εις τα Δημόσια Ταμεία ίδιοι τίτλοι εισπράξεως (χρηματικοί κατάλογοι, καταστάσεις, αποφάσεις κ.λπ.) αναγράφοντες ευαναγνώστως το επώνυμον, πατρώνυμον και κύριον όνομα των οφειλετών, το επάγγελμα τούτων, την ακριβή διεύθυνσιν του επαγγέλματος και της κατοικίας αυτών, προκειμένου δε περί εταιρειών την επωνυμίαν τούτων, την έδραν και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα, το εισπρακτέον κατ’ οφειλέτην ποσόν, αναλυτικώς κατά κωδικόν αριθμόν εσόδου του προϋπολογισμού ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμόν, εν τέλει δε του τίτλου το άθροισμα των ποσών, αριθμητικώς και ολογράφως. 2. Έκαστος τίτλος εισπράξεως συνοδεύεται υπό περιληπτικής εις τριπλούν, καταστάσεως, εμφανιζούσης εν ιδίοις στήλαις τον συνολικόν αριθμόν των φορολογουμένων των περιλαμβανομένων εις τον τίτλον εισπράξεως, το είδος του εσόδου και το συνολικόν ποσόν του τίτλου εισπράξεως, ολογράφως και αριθμητικώς. 3…” (άρθρο 33), “1. Περατουμένης της εργασίας ελέγχου των τίτλων εισπράξεως, ενεργείται η βεβαίωσις του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον, το ταχύτερον και ουχί πέραν των καθοριζόμενων προθεσμιών, δια της εκδόσεως τριπλοτύπου αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων εσόδων και της εγγραφής του εσόδου εις τα βιβλία εισπρακτέων εσόδων του Ταμείου κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς….2. Εις τα κατά την προηγουμένην παράγραφο εκδιδόμενα τριπλότυπα αποδεικτικά παραλαβής εισπρακτέων εσόδων αναγράφονται: Η αποστείλασα Αρχή, το είδος και οι αριθμοί του τίτλου εισπράξεως και του πρωτοκόλλου αυτού, το είδος του εσόδου, τα ποσά κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου, η εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, το άθροισμα τούτων, ως και ο αριθμός των οφειλετών. 3. Η χρονολογία εκδόσεως των τριπλοτύπων αποδεικτικών παραλαβής εισπρακτέων εσόδων τυγχάνει και χρονολογία βεβαιώσεως του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον…” (άρθρο 35).
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του νομίμου τίτλου όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη η απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο ( η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής (Τράπεζα), προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση για την εξόφληση του τραπεζικού δανείου και στη θέση του οποίου το Δημόσιο υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων (ΑΠ 394/2017). Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019).