Αριθμός 213/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Κοινός τραπεζικός λογαριασμός. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. Συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων.
– Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ’ στοιχ. Α’ του ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα, σε ανοικτό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσότερων από κοινού (joint account) είναι η περιέχουσα τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί εξ αυτών, είτε και όλοι οι κατ’ ιδία δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490 και 491 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη και τρίτου αφ’ ενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφ’ ετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή. Επομένως, καθένας από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων που κατατέθηκαν και δύναται να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και, συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαία η παροχή προς αυτόν πληρεξουσιότητας εκ μέρους τους, αφού ενεργεί στο δικό του όνομα και όχι ως αντιπρόσωπος των άλλων δικαιούχων (άρθρα 211 επ. ΑΚ), η δε καταβολή των χρημάτων της κατάθεσης σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαίτησης, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, και ως προς τους λοιπούς. Το ίδιο αποσβεστικό αποτέλεσμα της απαίτησης επάγεται και ο έναντι ενός εκ των καταθετών συμψηφισμός, που προτείνει η τράπεζα, ανταπαίτησής της κατ’ αυτού προς την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της, προς καταβολή του ποσού της κατάθεσης, εφ’ όσον και ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, είναι γεγονός που ενεργεί αντικειμενικώς, σύμφωνα με το άρθρο 491 ΑΚ.
– Περαιτέρω, κατά το άρθρο 451 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. “Ακατάσχετες”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι απαιτήσεις οι οποίες, κατά εξαιρετικό και, επομένως, στενά ερμηνευτέο δίκαιο, εξαιρούνται από την κατάσχεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, ή προβλέπονται ευθέως ως τέτοιες (ακατάσχετες) από ειδικές διατάξεις νόμων, διατάξεις, δηλαδή, οι οποίες εκφράζουν σαφή περί του ακατάσχετου επιλογή του νομοθέτη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 του προαναφερόμενου Ν. 5638/1932 “κατάσχεσις της κατάθεσης επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη”. Με τη διάταξη αυτή ο νόμος θέλησε να διαιρέσει κατά τρόπο υποχρεωτικό για τους ενδιαφερομένους την κατάθεση σε ίσα μέρη των περισσοτέρων καταθετών και καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη. Δηλαδή, πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού εκείνος ο τρίτος που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών, δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαίτησής του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαίρεται όμως αμαχήτως έναντι εκείνου ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ’ ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη, που διαφεύγει την κατάσχεση, -συμβαίνει δε τούτο όχι διότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την υπό συζήτηση διάταξη, ακατάσχετο-, αλλά διότι τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη. Η διάταξη όμως αυτή του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 ΚΠολΔ και δεν αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της που έχει κατά του ενός των περισσότερων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, αφού ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, ενεργεί αντικειμενικώς ως προς το αποσβεστικό αποτέλεσμα της εις ολόκληρον ενοχής. Έτσι, καθ’ όσον αφορά στην απόσβεση με συμψηφισμό, ο εκ μέρους της οφειλέτριας τράπεζας γενόμενος συμψηφισμός με ανταπαίτησή της κατά του ενός συνδικαιούχου επιφέρει απόσβεση της απαίτησης και ως προς τους εις ολόκληρον από τον κοινό λογαριασμό υπόλοιπους δανειστές συνδικαιούχους, ως προς το ποσό που συμψηφίσθηκε, έστω και αν αυτό καλύπτει το σύνολο της κατάθεσης (ΑΠ 1010/2019, ΑΠ 1812/2007).
– Με τις διατάξεις των άρθρων 440 επ. ΑΚ ρυθμίζεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων, εφ’ όσον αυτές είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, που επέρχεται με τη μονομερή δήλωση του ενός από τα δύο μέρη, απευθυντέα προς το άλλο, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Από το γεγονός όμως ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δηλώσεως του ενός εξ αυτών, δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερόμενον μερών. Πρόκειται για τον λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφ’ όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελευθέρως τα μέρη, τα οποία δύνανται να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφιστάμενων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλόμενου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και σε απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, ευθύς ως γεννηθούν και συνυπάρξουν αμοιβαίες απαιτήσεις μεταξύ των μερών. Στην περίπτωση αυτή, η επίκληση του συμβατικού συμψηφισμού αποτελεί και θεμελιώνει ένσταση αποσβέσεως της οφειλής (ΑΠ 1010/2019, ΑΠ 31/2017).