ΑΡΙΘΜΟΣ 378/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Συκοφαντική δυσφήμηση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εφαρμογή ελληνικών ποινικών νόμων και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή.
– Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, με τις αναφερόμενες σε αυτό ποινές τιμωρείται “όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του” κατά δε το ευμενέστερο, ως προς την ποινή, άρθρο 363 του προηγούμενου ΠΚ “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και δ) άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. Ως “ισχυρισμός” νοείται η ανακοίνωση που προέρχεται από γνώμη ή πεποίθηση του ίδιου του δράστη ή από μετάδοση άλλου προσώπου, που υιοθέτησε ο δράστης, ενώ ως “διάδοση” νοείται η μετάδοση ανακοίνωσης άλλου προσώπου από τον δράστη, χωρίς αυτός να την υιοθετεί.
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικοί στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην αφορμισθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ισχύοντος ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για τη έκβαση της δίκης.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Έτσι, επί συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται η παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το περιεχόμενο της συκοφαντικής δυσφήμησης ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 196/2017, ΑΠ 794/2017).
– Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ΠΚ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 1-7-2019, “Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέσθηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς».
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 7 και 6 παρ. 3 του ΠΚ προκύπτει ότι, για να εφαρμοσθούν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή, απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) ο δράστης να είναι αλλοδαπός, β) η πράξη να χαρακτηρίζεται από τους ελληνικούς νόμους ως κακούργημα ή πλημμέλημα, για το τελευταίο δε απαιτείται ακόμη έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέσθηκε το πλημμέλημα, γ) να στρέφεται εναντίον Έλληνα πολίτη, δηλαδή να προσβάλλει έννομα αγαθά αυτού προσωπικά ή περιουσιακά ή να προσβάλλει έννομα αγαθά ελληνικού νομικού προσώπου και δ) να είναι αξιόποινη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της και κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε ή να διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, η μη συνδρομή του οποίου εμποδίζει τη θεμελίωση του αξιοποίνου και τον χαρακτηρισμό της πράξης ως εγκλήματος, το δε επιλαμβανόμενο δικαστήριο οφείλει να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο (ΑΠ 136/2004, ΑΠ 318/2019, ΑΠ 1613/2000)