Αριθμός 410/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αδικοπραξία. Ευθύνη προστήσαντος. Προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία. Αιτιώδης συνάφεια. Οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγενείας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε. Εκκαθάριση των περιουσιών που καταλείπονται υπέρ κοινωφελών σκοπών. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, συνάγεται ότι, ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς υπαιτίως σε τρίτον όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά αυτή δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση (ΑΠ1325/2007).
– Από τις διατάξεις των άρθ. 297, 298, 330 και 914 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α)η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμελείας δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, β)η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και γ)ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η κρίση, ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ1197/2005).
– Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 28 ΑΚ οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγενείας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε, κατά δε αυτή του άρθρου 31 ΑΚ αν το πρόσωπο έχει ελληνική και ξένη ιθαγένεια, ως δίκαιο της ιθαγενείας εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, από το οριζόμενο στις παραπάνω διατάξεις δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου διέπεται και ο θεσμός του εκτελεστού της διαθήκης αυτού, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 ΑΚ, είναι έγκυρη και αναπτύσσει την κατά το περιεχόμενο αυτής ενέργεια αν έχει περιβληθεί τύπο, ανταποκρινόμενο είτε προς το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενο της είτε προς το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρήθηκε είτε προς το δίκαιο της ιθαγενείας όλων των μερών (ΑΠ 140/2002).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63, 64, 65 και 66 του ΑΝ 2039/1939 προκύπτει ότι, η εκκαθάριση των περιουσιών που καταλείπονται υπέρ κοινωφελών σκοπών γίνεται από τους ορισθέντες εκτελεστές της διαθήκης και, σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου ορισμού, από το βεβαρημένο κληρονόμο, ο οποίος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εκτελεστών, οι οποίοι θεωρούνται ότι ασκούν δημόσια λειτουργία, υπαγόμενοι στην εποπτεία και πειθαρχική εξουσία του Υπουργού των Οικονομικών. Η εκκαθάριση αρχίζει από την αποδοχή του λειτουργήματος εκ μέρους του εκτελεστού, η οποία γίνεται για όσους μεν κατοικούν στην Ελλάδα με έγγραφη δήλωση αυτού ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου της κατοικίας ή διαμονής του (εκτελεστού), για όσους δε κατοικούν στην αλλοδαπή (με δήλωση) ενώπιον του οικείου προξένου, στην οποία (δήλωση) ο εκτελεστής υποχρεούται να αναφέρει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του κάποιος από τους λόγους ανικανότητας διορισμού, που προβλέπονται στο άρθρο 65 παρ.1 του α.ν.2039/39 αντίγραφο της παραπάνω δήλωσης υποβάλλεται από τον κατά περίπτωση αρμόδιο Γραμματέα ή πρόξενο στον Υπουργό των Οικονομικών εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την πραγματοποίησή της.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. (ΑΠ 1254/2010, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013).