Αριθμός 698/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Απαγόρευση διάθεσης αντικειμένου. Προσωρινή διαταγή. Κατάσχεση. Ανατροπή της κατάσχεσης. Συνέπειες κατάσχεσης.
– Κατά μεν το άρθρο 175 εδάφ. α ΑΚ, η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη, αν ο νόμος την απαγορεύει, κατά δε το επόμενο άρθρο 176, αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ό,τι και στην απαγόρευση από το νόμο.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει καμιά αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 του ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Είναι όμως τίτλος εκτελεστός, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν, ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν “τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης” και ότι “εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε”. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι αρνούνται να προσδώσουν έννομες συνέπειες σε πράξεις που αντίκεινται στο περιεχόμενό τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση της παράβασής τους. Από αυτά παρέπεται, ότι αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται όχι στο άρθρο 175 ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3ΚΠολΔ) δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά στο άρθρο 176 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2ΚΠολΔ, κατ` αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει, χωρίς να είναι η προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω, κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 715 ΚΠολΔ, “απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την (συντηρητική) κατάσχεση η διάθεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν από εκείνον σε βάρος του οποίου έγινε η κατάσχεση”, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, “Στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος, επάνω σ` αυτά, η ακυρότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 ισχύει ως προς τους τρίτους, μόνον αν κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών”. Από τις διατάξεις, αυτές, οι οποίες, κατά ρητή παραπομπή του νομοθέτη (άρθρο 727 ΚΠολΔ), τυγχάνουν εφαρμογής και επί δικαστικής μεσεγγύησης, που αντικατέστησε “τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως” του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι με αυτές τίθεται, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, ως προϋπόθεση ισχύος, ως προς τους τρίτους, της ακυρότητας διάθεσης (η οποία είναι έννοια ευρύτερη της απαλλοτρίωσης και περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή) των πραγμάτων που τέθηκαν υπό δικαστική μεσεγγύηση, η εγγραφή της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο, κατά τον χρόνο της διάθεσης. Επομένως, η προσωρινή διαταγή, που εκδίδεται στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων για τη θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση, ως συνάρτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και τελολογικό παρεπόμενο της αντίστοιχης απόφασης, αποτελεί το πρόσφορο μέσο προς πραγμάτωση του με το ασφαλιστικό μέτρο επιδιωκόμενου σκοπού και δε μπορεί να είναι περισσότερο εξασφαλιστική από την ίδια την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι η απαγόρευση, με προσωρινή διαταγή, της νομικής μεταβολής ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος σ` αυτό, ισχύει έναντι των τρίτων με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία κατασχέσεων, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 715 παρ. 3 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται αναλόγως (ΟΛΑΠ 17/2009).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευθεί η απόφαση (παρ. 1). Στις προθεσμίες που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν υπολογίζεται το διάστημα από την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παράγραφοι 3 και 4 μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, το διάστημα αναστολής της εκτέλεσης, η οποία χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή με κοινή συναίνεση εκείνου που επισπεύδει και του οφειλέτη, η οποία βεβαιώνεται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου (παρ. 2). Αν πριν από την έκδοση της κατά την παρ. 1 απόφασης είχαν αναγγελθεί δανειστές με τα προσόντα αυτοτελούς κατάσχεσης, κατά τα άρθρα 972 παρ. 2 εδ. β’ και 1006 παρ. 1 εδ. α’ , η ανατροπή επέρχεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. Διαφορετικά, η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και ισχύει αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους, η προθεσμία όμως αυτή ουδέποτε συμπληρώνεται πριν οπό την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή (παρ. 3). Από τη σαφή γραμματική διατύπωση του άνω άρθρου προκύπτει ότι η ανατραπείσα, με δικαστική απόφαση, κατάσχεση ισχύει έναντι πάντων διά και από τη δημοσίευσή της απόφασης (ΑΠ 1092/2013) συμπαρασύρει δε και τις αναγγελίες όσων δανειστών έχουν αναγγελθεί με τα προσόντα αυτοτελούς κατάσχεσης ,μόνον εφόσον έχουν συμπληρωθεί και γι’ αυτούς από το χρόνο της αναγγελίας τους οι προβλεπόμενες στην παρ. 1 προθεσμίες, αλλιώς η απόφαση για την ανατροπή δεν θίγει την αναγγελία τους, η οποία μετά από δήλωση υποκατάστασης, μπορεί να στηρίξει έγκυρη διαδικασία πλειστηριασμού. Πάντως και για τους μη θιγόμενους από την ανατροπή της κατάσχεσης αναγγελθέντες δανειστές, η κατάσχεση μεν διατηρείται, θεσπίζεται όμως αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους και δεν μπορεί να συμπληρωθεί πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή. Βάση δε της ρύθμισης αυτής, η νομική δέσμευση του κατασχεμένου εξακολουθεί να υφίσταται έναντι των άνω αναγγελθέντων δανειστών, ως προς τους οποίους δεν έχει παρέλθει ο χρόνος της ανατροπής, δεν παρίσταται ανάγκη επιβολής νέας κατάσχεσης και συνεπώς δεν υφίσταται κίνδυνος έγκυρης διάθεσης του πράγματος.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 997 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο είχε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 άρθρο 8ο παρ. 2 Ν. 4335/2015, σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης (ή προσημειώσεως υποθήκης, σύμφωνα με το άρθρο 41 ΕισΝΚΠολΔ) που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί. Σκοπός της διατάξεως αυτής, με την οποία θεωρούνται ανενεργείς (και όχι άκυρες) οι καταχωρίσεις και εγγραφές υποθηκών κ.λπ., είναι η αποτροπή συμπαιγνιών μεταξύ οφειλέτη και τρίτων και δημιουργίας προνομίων, καθόσον με την κατάσχεση το κατασχεμένο καθίσταται κοινό υπέγγυο σε όλους τους δανειστές. Εάν μετά την (πρώτη) κατάσχεση, που απετέλεσε το θεμέλιο έναρξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρήσει από δανειστή αναγγελία στηριζόμενη σε εκτελεστό τίτλο και τηρηθεί η προδικασία που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ 1 και 2 εδ. 2, 973 παρ. 2 και 3 και 1006 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οπότε έχει την ισχύ κατασχέσεως στο ήδη κατασχεμένο, το κρίσιμο χρονικό σημείο για την ανωτέρω απαγόρευση εξακολουθεί να εντοπίζεται στο χρόνο εγγραφής της αρχικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων (ΑΠ 128/2018).