ΑΡΙΘΜΟΣ 855/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Διοίκηση αλλοτρίων. Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Η διοίκηση αλλοτρίων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 ΑΚ, ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται περαιτέρω σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι αφορά ξένη υπόθεση και σε αυτή που γίνεται εν αγνοία του, οπότε πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων. Η έννοια της γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων δίδεται από τις διατάξεις του άρθρων 730 ΑΚ, κατά τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφ’ όσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υποθέσεως και την διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου (ΑΠ 668/2007), οπότε, αν μεν αγνοεί, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και τη διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του, τότε, κατά το άρθρο 740 ΑΚ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφ’ όσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υποθέσεως συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, ανεξάρτητα από την αδικοπρακτική ευθύνη του διοικητή, ο νόμος, με σκοπό την πληρέστερη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κυρίου της υποθέσεως, ορίζει ως εφαρμοστέες και στη μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων τις διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του διοικητή στη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, παραπέμποντας έτσι μεταξύ άλλων και στη διάταξη του άρθρ. 734 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κύριος της υποθέσεως μπορεί να επιτύχει όχι μόνο την αποκατάσταση της ζημίας του από την αυθαίρετη επέμβαση στη διαχείριση της υποθέσεώς του, αλλά να αξιώσει και την απόδοση του κέρδους, που αποκόμισε ο διοικητής από τη διοίκηση αλλοτρίων κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει συνήθως τη προξενηθείσα ζημία (ΑΠ 1343/2013). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υποθέσεως έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενεργείας των πράξεων, ενώ εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Το συμφέρον του κυρίου νοείται αντικειμενικώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική παράσταση του διοικητή, αλλά η κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου σε μία τέτοια περίπτωση. Λαμβάνεται δε υπόψη όταν δεν μπορεί να διακριβωθεί η πραγματική ή η εικαζόμενη θέληση του. Κατ` αρχήν, δηλαδή, το συμφέρον αυτό είναι επικουρικό σε σχέση με την εν λόγω θέληση του κυρίου. Το γεγονός ότι, με την διαχείριση της ξένης υποθέσεως, εξυπηρετείται συγχρόνως, έμμεσα ή εν μέρει, και του διοικητή το συμφέρον, έστω και αν τούτο προέχει, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων για τη γνήσια διοίκηση αλλότριων. Οι διατάξεις των άρθρων 730, 736 ΑΚ, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εφαρμόζονται και όταν η διοικηθείσα υπόθεση συνίσταται στην εξόφληση χρέους του κυρίου, διότι στην καταβολή ενυπάρχει το συμφέρον του υποχρέου, όπως απαλλαγεί αυτού, σε συνδυασμό με την άλλη προϋπόθεση της διοίκησης αλλότριας υπόθεσης, δηλαδή εκείνη της διεξαγωγής αυτής, κατά την εκπεφρασμένη ή την εικαζομένη θέληση του κυρίου (ΑΠ 2091/2013).
– Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, που ορίζει ότι “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια”. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υποχρέου σε “βάρος” της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που “επιβάλλεται” στο λήπτη χωρίς την θέλησή του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ’ αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντά του. Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλοτρίων, όπως προαναφέρεται, μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοικήσεως (ΑΚ 737 εδ. β’) ή της μη γνήσιας (ΑΚ 739 εδ. β’), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζομένη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 784/2005).