Αριθμός 928/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αποζημίωση και διαφυγόν κέρδος. Ποινική ρήτρα. Μείωση της ποινής.
– Από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ ΑΚ, το οποίο αποτελεί βασική έκφραση της αποκαταστατικής αρχής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 299 ΑΚ, αλλά και το όλο πνεύμα του δικαίου της αποζημίωσης, συνάγεται ότι κύρια αρχή στο ελληνικό ιδιωτικό δίκαιο θεωρείται ο αποκαταστατικός χαρακτήρας της αποζημίωσης. Ο χαρακτήρας αυτός αποβλέπει κυρίως στην παροχή αντισταθμίσματος, εξισορροπητικού της ζημίας και όχι στον πλουτισμό εκείνου που ζημιώθηκε. Κατά συνέπεια τούτου η αποζημίωση αποσκοπεί αλλά και περιορίζεται στην πλήρη αποκατάσταση της πραγματικής περιουσιακής ζημίας του συγκεκριμένου δανειστή χωρίς να εξυπηρετεί κυρωτικούς ή άλλους σκοπούς. Έτσι, ο δανειστής πρέπει να βρεθεί στην κατάσταση, που υπήρχε αν δεν είχε επέλθει η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής. Οι θεσπίζουσες την αποκαταστατική αρχή διατάξεις αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο και αποκλίσεις επιτρέπονται για εξαιρετικούς λόγους μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, όπως στα άρθρα 345 παρ. 2, 835, 331, 387, 674 ΑΚ, 3 του Ν. 551/1915, 3 του ΝΔ 3577/1957. Περαιτέρω, καθόσον αφορά στις περιλαμβανόμενες σε συμβάσεις “αποζημιωτικές ρήτρες” ή “ρήτρες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως”, με τις οποίες οι συμβαλλόμενοι επιχειρούν να προκαθορίσουν την οφειλόμενη αποζημίωση για την περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης, δεν γίνεται ειδική αναφορά στον Αστικό Κώδικα και ως εκ τούτου ανακύπτει ανάγκη νομικού χαρακτηρισμού αυτών. Κατά τη θεωρία ορίζεται ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση το ποσό, το οποίο δεσμεύεται να καταβάλει ο ένας συμβαλλόμενος στον άλλο σε περίπτωση αθέτησης των συμβατικών του υποχρεώσεων, χωρίς να απαιτείται ο τελευταίος να αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του. Έτσι, διαφέρει από την ποινική ρήτρα, καθόσον έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει και να διευκολύνει την ικανοποίηση της απαίτησης για αποζημίωση του δανειστή χωρίς να περιλαμβάνει ποινή. Η αναγνώριση όμως ειδικότερα της σύμβασης κατ’ αποκοπή αποζημίωσης χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη είναι ανεπίτρεπτη ως αυτοτελής θεσμός στο ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου αποκαταστατική αρχή του άρθρου 298 ΑΚ. Σε κάθε δε περίπτωση είναι περιττή, επειδή ως δικαιοπραξία υπάγεται ήδη στην έννοια της ποινικής ρήτρας. Ειδικότερα, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) επιτρέπει μεν στους συμβαλλόμενους να προσδίδουν στις ενοχικές σχέσεις το περιεχόμενο που αυτοί επιθυμούν, υπό την έννοια όμως ότι δεν καταστρατηγούνται διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Τέτοια δε καταστρατήγηση υπάρχει και με την αναγνώριση και αποδοχή της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη, ως διακριτού θεσμού από την ποινική ρήτρα, καθόσον αντίκειται στην ως άνω αποκαταστατική αρχή και καταστρατηγεί τις διατάξεις, από τις οποίες αυτή εκφράζεται. Με τα δεδομένα αυτά η αναγνώριση της συμβατικής κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη, ως αυτοτελούς θεσμού, διακριτού από την ποινική ρήτρα, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 3 του ΑΚ, αφού συνιστά μη προβλεπόμενη από το νόμο εξαίρεση της αποκαταστατικής αρχής, όπως αυτή εκφράζεται στο άρθρο 298 ΑΚ.
– Δεν μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως αυτοτελής αρρύθμιστη σύμβαση, εφόσον πληροί όλα τα αναγκαία στοιχεία για να υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 404 επ. του ΑΚ περί ποινικής ρήτρας. Τούτο δε διότι δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την υπόσχεση άλλης παροχής εκ μέρους του οφειλέτη, για την περίπτωση που αυτός δεν θα εκπλήρωνε τη σύμβαση, κατά τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 404 ΑΚ. Επίσης, η λειτουργία της ποινικής ρήτρας και ως αποζημίωσης προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 406 παρ. 2 ΑΚ, κατά το οποίο η συμφωνηθείσα “ποινή” επέχει θέση αποζημίωσης και ο δανειστής έχει αξίωση μόνο για την επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία. Μάλιστα ο νόμος παρέχει στους συμβαλλόμενους αυξημένη ελευθερία να προκαθορίσουν την οφειλόμενη αποζημίωση, καθόσον είναι δυνατόν, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 παρ. 2 ΑΚ, να αποκλειστεί η αξίωση για την επιπλέον ζημία, που καλύπτεται από την ποινή, με αποτέλεσμα η οφειλόμενη αποζημίωση να είναι αποκλειστικά συμβατικής προέλευσης. Επομένως, ρήτρες κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη δεν συνιστούν κάτι άλλο, παρά την ποινική ρήτρα των άρθρων 404 ΑΚ (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 2049/2017). Επιπλέον, η από το άρθρο 404 ΑΚ προβλεπομένη σύμβαση γνήσιας ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον, ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλομένη σ’ αυτόν παροχή από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία, που αμέσως μεν αποτελεί μέσον πίεσης προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κυρίας ενοχής, περαιτέρω δε συνιστά ένα τρόπο αποζημίωσης, την οποία υποχρεούται να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος, αποκαθιστώντας έτσι την προξενούμενη από την εν λόγω συμπεριφορά του ζημία στον άλλο, χωρίς ωστόσο ο τελευταίος για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του κατ’ άρθρ. 505 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 797/2010, ΑΠ 611/1998).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ ορίζεται ότι αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Η απαρίθμηση των πιο πάνω κριτηρίων δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική, ενώ η βαρύτητα του κάθε κριτηρίου διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ για την ορθή υπαγωγή στα ανωτέρω κριτήρια του άρθρου 409 ΑΚ των περιστατικών που έγιναν ανελέγκτως δεκτά, χωρίς να ελέγχεται ο προσδιορισμός του ποσού κατά το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινική ρήτρα (ΑΠ 981/2018, ΑΠ 98/2017, ΑΠ 118/2015, ΑΠ 1439/2012).