Αριθμός 968/2018
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αμοιβή διευθύνοντος συμβούλου ανώνυμης εταιρείας. Εντολή. Μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Σύμβαση εργασίας.
– Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιρειών” (Β.Δ. 174/1963), 31 του Εμπ. Νόμου, 713, 648, 652 ΑΚ και 6 του ΑΝ 765/1973, προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητας του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθρ. 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ` αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Δεν αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος σε εκτέλεση σύμβασης (που έχει εγκριθεί από την γενική συνέλευση) να παρέχει πέρα από τα συνηθισμένα και από το νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς προσδιορισμένη με εργασιακή σύμβαση, οπότε, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του ως Διευθύνοντος Συμβούλου δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσης εργασιακής συμβάσεως με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 20/2007). Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης αυτής, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εξαρτάται πέραν από την καταβαλλομένη αμοιβή, από το αν ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλεται ή όχι σε νομική εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι` αυτόν (διευθύνοντα σύμβουλο) εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία, αν είναι αορίστου χρόνου, μπορεί να λυθεί με καταγγελία από μέρους του εργοδότη, που για να είναι έγκυρη πρέπει κατ` άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2550/1997 να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (ΑΠ 45/1997, ΑΠ 1825/1999, Α.Π. 850/1999). Περαιτέρω για τον ορθό χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δήλωσης αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και χωρίς επίσης να ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται από τους συμβαλλομένους.
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό που συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νόμιμη εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελευθέρας από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσεως. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των τεχνικών ή επιστημονικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005). Αντίθετα, μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν κατ` αρχήν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν εκείνος που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότου ως προς τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς, η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της συμβάσεως του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο και τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται από το αν συντρέχουν όλα ή περισσότερα από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 1133/2012, ΑΠ 821/2006). Εξάλλου, το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω και χαλαρώς, υπάρχει και στην περίπτωση των κατά το άρθρο 2 εδ. α’ της διεθνούς συμβάσεως της Ουάσιγκτον (που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1929), διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των προσώπων εκείνων που έχουν εξαιρετικά προσόντα και απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχειρήσεως, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και γενικότερης διεύθυνσης, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης του εργοδότη, ασκώντας έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα εργοδοτικά καθήκοντα. Ενόψει των ανωτέρω ο διευθυντής ανώνυμης εταιρείας παρέχει εξαρτημένη εργασία, ο χαρακτήρας της οποίας δεν μεταβάλλεται αν ανατεθούν σ’ αυτόν, με τη σύμβαση πρόσληψής του ή με μεταγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, και εξουσίας του συμβουλίου αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 18 παρ.2 και 22 παρ.3 του Ν. 2190/1920, εφόσον υπόκειται και ως προς την άσκηση των εξουσιών αυτών στο διευθυντικό δικαίωμα του εν λόγω συμβουλίου. Τέλος, σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ως προς τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής αυτών (ΑΠ 1403/2000).