ΑΠΟΦΑΣΗ
Frick κατά Ελβετίας της 30.06.2020 (αρ. προσφ. 23405/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αυτοκτονία κρατουμένου. Παράλειψη προληπτικών μέτρων για προστασία του δικαιώματος της ζωής.
Αποτυχία πρόληψης αυτοκτονίας που διαπράχθηκε με ασυνήθιστο τρόπο από ευάλωτο κρατούμενο σε κελί της αστυνομίας, στο οποίο είχε τοποθετηθεί μόνος του και χωρίς επίβλεψη για 40 λεπτά. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι αρχές θα μπορούσαν, με μια λογική και όχι υπερβολική προσπάθεια, να μετριάσουν τον κίνδυνο αυτοκτονία του γιου της προσφεύγουσας, κίνδυνο τον οποίο γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν. Η ευθύνη των αρχών έγκειται στη μεταχείρισή του κρατούμενου ως ατόμου ικανού να αντέξει το άγχος και τις πιέσεις, χωρίς να δώσουν επαρκή προσοχή στην προσωπική του κατάσταση και στις αυτοκτονικές του τάσεις.
Παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ.
Μη άσκηση ποινικής δίωξης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο το ελβετικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανταποκρίθηκε στον αξιόπιστο ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 2 ενόψει της κατάστασης ενός ατόμου που έχει εκφράσει σαφείς και επαναλαμβανόμενες αυτοκτονικές τάσεις, δεν κατέστησε δυνατή την πλήρη ευθύνη των κρατικών φορέων για το ρόλο τους στα εν λόγω γεγονότα.
Παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2 (έρευνα) της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5.796 ευρώ για αποζημίωση, 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 22.307 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Sonja Frick, είναι υπήκοος της Ελβετίας η οποία γεννήθηκε το 1956 και ζει στο Berikon.
Η υπόθεση αφορούσε την εικαζόμενη παράλειψη του κράτους στην υποχρέωσή του να προστατεύσει τη ζωή του γιου της προσφεύγουσας, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει σε ένα αστυνομικό κελί, καθώς και στο καθήκον του κράτους για αποτελεσματική διερεύνηση των περιστάσεων του θανάτου.
Την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014, περίπου στις 9 μ.μ., στο Birmensdorf (Καντόνι της Ζυρίχης), ο γιός της προσφεύγουσας, ο D.F., 40 ετών, προκάλεσε τροχαίο ατύχημα κατά την διάρκεια οδήγησης αυτοκινήτου που άνηκε στον εργοδότη του. Αυτός βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών. Δεν υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς και δεν προκάλεσε σε τρίτους βλάβη.
Προκειμένου να συντάξουν την έκθεσή τους, οι αστυνομικοί που απεστάλησαν στο σημείο του ατυχήματος αποφάσισαν να συμπεριλάβουν στη διαδικασία την κα Frick, η οποία είχε κληθεί από τον γιο της και εν τω μεταξύ έφτασε επίσης στο σημείο του ατυχήματος.
Κρίθηκε απαραίτητο να ληφθούν δείγματα αίματος και ούρων από το D.F. για αποδεικτικούς σκοπούς. Οι δύο αστυνομικοί τον μετέφεραν σε νοσοκομείο, όπου τους συνάντησε η κα Frick, η οποία τους είχε ακολουθήσει με δικό της αυτοκίνητο. Στο νοσοκομείο, αφού ενημερώθηκε για την ανάγκη περαιτέρω εξετάσεων, ο γιος της άρχισε να φαίνεται αρκετά πιο ταραγμένος.
Περίπου στις 10.50 μ.μ. αστυνομικός κάλεσε το Κέντρο Διαχείρισης Κυκλοφορίας της Αστυνομίας της Ζυρίχης από το νοσοκομείο, ενημερώνοντάς το ότι ένας γιατρός έπρεπε να σταλεί στο αστυνομικό τμήμα του αυτοκινητόδρομου Urdorf επειδή ο D.F., ο οποίος επρόκειτο να μεταφερθεί εκεί, είχε εκφράσει τάσεις αυτοκτονίας.
Περίπου στις 11.15 μ.μ. ο D.F. έφτασε στο αστυνομικό τμήμα με τους δύο αστυνομικούς και την προσφεύγουσα.
Στο κέντρο οι αστυνομικοί αποφάσισαν να μεταφέρουν τον D.F. σε ένα κελί που βρίσκεται στο υπόγειο του αστυνομικού τμήματος. Αυτός άρχισε να διαμαρτύρεται βίαια για τον εγκλεισμό του στο κελί και προσπάθησε να διαφύγει.
Μετά την μεταφορά του D.F. στο κελί του από τους αστυνομικούς με τη βία, οι τελευταίοι τελικά κατάφεραν να τον πείσουν να παραμείνει εκεί μέχρι να φτάσει ο γιατρός.
Περίπου στις 00.35 π.μ. ο γιατρός που είχε κληθεί έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του αυτοκινητόδρομου. Αυτός αποφάσισε να αναβάλει την επίσκεψή του στο κελί του D.F. μέχρι να φτάσουν οι αστυνομικές ενισχύσεις. Στις 01.05 π.μ., όταν και οι υπόλοιποι αστυνομικοί είχαν καταφτάσει στο αστυνομικό τμήμα, ο γιατρός με συνοδεία αστυνομικών τον επισκέφτηκε στο κελί του, όπου βρέθηκε να κρέμεται με τον καβάλο του τζιν που φορούσε από ένα πλέγμα εξαερισμού.
Οι αστυνομικοί και οι γιατροί κατέθεσαν στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αστυνομικής έρευνας. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καντονίου με απόφαση της 30ης Απριλίου 2015 αρνήθηκε να κινήσει ποινική διαδικασία ελλείψει ενδείξεων ποινικού αδικήματος. Το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι αστυνομικοί οι οποίοι εμπλέκονταν στα γεγονότα που οδήγησαν στην αυτοκτονία του D.F. είχαν παραβεί τα καθήκοντά τους.
Η κα Frick προσέφυγε στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση. Δεν θεώρησε ότι υπήρξε αμέλεια σχετικά με τη μεταφορά του D.F. στο αστυνομικό τμήμα. Θεώρησε επίσης ότι η απόφαση για την τοποθέτηση του D.F. σε κελί ήταν δικαιολογημένη λόγω της επιθετικότητας του και της συνολικής συμπεριφοράς του. Το δικαστήριο έκρινε ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν παραβίασε τον ομοσπονδιακό νόμο αρνούμενο να κινήσει ποινική έρευνα εναντίον των αστυνομικών για ανθρωποκτονία.
Στηριζόμενη στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οι αρχές είχαν αποτύχει στη θετική υποχρέωση λήψης προληπτικών μέτρων για την προστασία του γιου της από τον εαυτό του. Θεώρησε ότι οι έρευνες που διενήργησαν οι αρχές δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις του άρθρου 2.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 2 (ουσιαστική πτυχή)
α) Γνώση των αρχών σχετικά με τον κίνδυνο αυτοκτονίας και την ιδιαίτερη ευπάθεια του D.F.
Στο σημείο του ατυχήματος, ο αστυνομικός A.S. συζήτησε αμέσως τις αυτοκτονικές τάσεις του D.F με την προσφεύγουσα και ανέλαβε δράση. Ο αστυνομικός C.R. στο αστυνομικό τμήμα είχε ενημερωθεί για τις αυτοκτονικές τάσεις του D.F.
Ο D.F. έδειξε από την πρώτη επαφή με την αστυνομία μια ασυνήθιστη συμπεριφορά, συναισθηματικής εξάρτησης από τη μητέρα του, βρισκόμενος σε μια κατάσταση η οποία του προκαλούσε τρόμο. Είχε προκαλέσει ατύχημα ενώ ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών. Επιπλέον, συζητήθηκε η δυνατότητα κράτησης υπό επίβλεψη. Τέλος, στο αστυνομικό τμήμα ο D.F. τοποθετήθηκε μόνος του σε ένα κελί.
Ωστόσο, στην έκθεση αυτοψίας του, το Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο (IRMZ) ανέφερε ότι η τοποθέτηση του σε μεμονωμένο κελί, με τις «τρέχουσες» αυτοκτονικές τάσεις, με απόπειρες αυτοκτονίας κατά το παρελθόν και το «πρόβλημα του αλκοόλ», αποτελούσαν παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυτοκτονίες υπό κράτηση και ότι τουλάχιστον δύο από αυτούς τους παράγοντες υπήρχαν στην περίπτωση του DF.
Οι αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν, τότε, ότι ο D.F. κινδύνευε να αυτοκτονήσει και ότι αυτό αποτελούσε ένα σαφή και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του. Επιπλέον οι αρχές είχαν αρκετές πληροφορίες και γνώριζαν την ιδιαίτερη ευπάθεια του D.F. Επομένως, οι αρχές θα έπρεπε να είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρειαζόταν σαφώς στενή παρακολούθηση.
β) Αποτυχία λήψης των απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτοκτονίας
Οι αστυνομικοί πραγματοποίησαν τα συνήθη μέτρα ασφάλειας και πρόληψης στο κελί, αφαιρώντας, μεταξύ άλλων, τα παπούτσια του, τη δερμάτινη ζώνη του και μια αλυσίδα του κρατούμενου, έτσι ώστε να μην υπάρχουν αντικείμενα μέσω των οποίων θα μπορούσε να στραγγαλιστεί ή να βλάψει τον εαυτό του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αλλά ο D.F. αυτοκτόνησε με ασυνήθιστο τρόπο. Ωστόσο, υπήρχαν πέντε αστυνομικοί στο τμήμα και η παρακολούθηση του D.F. θα ήταν δυνατή, παρουσία της προσφεύγουσας, η οποία ευρίσκετο σε ένα γραφείο. Επιπλέον, η προτεινόμενη μεταφορά του D.F. σε κελί εξοπλισμένο με σύστημα CCTV/βιντεοπαρακολούθησης δεν επιδιώχθηκε ποτέ από την αστυνομία.
Οι αρχές δεν έπρεπε να αφήσουν τον D.F. μόνο του σε ένα κελί χωρίς επίβλεψη για 40 λεπτά. Οι αρχές θα μπορούσαν, με μια λογική και όχι υπερβολική προσπάθεια, να μετριάσουν τον κίνδυνο αυτοκτονία του, κίνδυνο τον οποίο γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν. Η ευθύνη των αρχών έγκειται στη μεταχείριση του D.F. ως ατόμου ικανού να αντέξει το άγχος και τις πιέσεις που υπέστη, χωρίς να δώσουν επαρκή προσοχή στην προσωπική του κατάσταση. Ανεξάρτητα από το αν οι αστυνομικοί ενήργησαν ή όχι σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν σε μια τέτοια κατάσταση, μη αναγνωρίζοντας τον ως άτομο που απαιτεί ειδική μεταχείριση, μετατοπίστηκε η ευθύνη στο κράτος βάσει της Σύμβασης.
Επομένως, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε η ουσιαστική πτυχή του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).
Άρθρο 2 (διαδικαστική πτυχή)
Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, έπρεπε να υπάρχουν «ελάχιστες ενδείξεις» παράνομης συμπεριφοράς για χορήγηση άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για την εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας. Η εν λόγω άδεια απαιτεί την πιθανότητα μικρότερης ποινικής ευθύνης από αυτήν που απαιτείται για την έναρξη μιας έρευνας. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για σοβαρά εγκλήματα, και ιδίως εάν η ποινική υπόθεση σχετίζεται με το θάνατο ενός ατόμου.
Κατά την εξέταση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 2, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές ήταν υπεύθυνες για την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή του γιου της προσφεύγουσας.
Ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο, ούτε το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο βασίστηκαν στην έκθεση αυτοψίας του Ιατροδικαστικού Ινστιτούτου που ανέφερε τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυτοκτονίες κατά την κράτηση, και, ιδίως, δεν έλαβαν υπόψη τις παρατηρήσεις σχετικά με τα δύο κριτήρια που πληρούνται στην περίπτωση του D.F..
Το Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο ανέφερε επίσης ότι θα ήταν καλύτερα να κληθεί ψυχίατρος και όχι γιατρός. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που διατύπωσε σχετικά με το θέμα αυτό η προσφεύγουσα, θεωρώντας ότι η ιδιότητα του γιατρού δεν είχε σημασία, δεδομένου ότι ο εν λόγω γιατρός είχε φτάσει μετά το θάνατο του DF. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ήταν πειστικός, ότι δηλαδή ένας ψυχίατρος θα μπορούσε να είχε δώσει ακριβείς οδηγίες στους αστυνομικούς μέσω τηλεφώνου για να περιοριστεί ή ακόμη και να εξαλειφθεί ο κίνδυνος αυτοκτονίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τον ισχυρισμό άσχετο, καθώς δεν υπήρξε ποτέ άμεση επαφή μεταξύ των αστυνομικών και του γιατρού έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, εναπόκειται στα Συμβαλλόμενα Κράτη να οργανώσουν τις υπηρεσίες τους και να εκπαιδεύσουν τους υπαλλήλους τους με τέτοιο τρόπο ώστε να τους επιτρέψουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Σύμβασης.
Τέλος, τα πρακτικά της συνόδου του Συμβουλίου της Επικρατείας του καντονιού του 2011 προτείνουν να τοποθετείται ένα άτομο που επιδεικνύει αυτοκτονικές τάσεις σε ένα διπλό κελί ή, εάν το απαιτούν οι περιστάσεις, να παρακολουθείται συνεχώς. Επιπλέον, φαίνεται ότι η κλήση ψυχιάτρου έκτακτης ανάγκης, ακόμη και αν δεν αποκλείει την κλήση γιατρού έκτακτης ανάγκης σε ορισμένες περιπτώσεις, ευνοεί τις εν λόγω καταστάσεις. Αυτές οι δύο συστάσεις δεν ακολουθήθηκαν στην προκειμένη περίπτωση.
Επομένως, το ΕΔΔΑ δεν είναι πεπεισμένο ότι δεν υπήρχαν «ελάχιστες ενδείξεις» τιμωρητικής συμπεριφοράς εκ μέρους των ατόμων που εμπλέκονταν στα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του D.F.. Ο τρόπος με τον οποίο το ελβετικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανταποκρίθηκε στον αξιόπιστο ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 2 ενόψει της κατάστασης ενός ατόμου που έχει εκφράσει σαφείς και επαναλαμβανόμενες αυτοκτονικές τάσεις, δεν κατέστησε δυνατή την πλήρη ευθύνη των κρατικών φορέων για το ρόλο τους στα εν λόγω γεγονότα. Κατά συνέπεια, το ισχύον σύστημα δεν έχει εγγυηθεί την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, διασφαλίζοντας το σεβασμό του δικαιώματος στη ζωή, ιδίως την αποτρεπτική λειτουργία του ποινικού δικαίου.
Συνεπώς, υπήρξε απουσία, δεδομένης της ιδιαίτερα ευάλωτης κατάστασης του γιου της προσφεύγουσας, επαρκούς προστασίας «από το νόμο», ικανής να διαφυλάξει το δικαίωμα στη ζωή, καθώς και να αποτρέψει παρόμοιες απειλητικές για τη ζωή ενέργειες στο μέλλον.
Επομένως, κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής (έρευνα) του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5.796 ευρώ για αποζημίωση, 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 22.307 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.