ΑΠΟΦΑΣΗ
Grubnyk κατά Ουκρανίας της 17.09.2020 (αρ. προσφ. 58444/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τεκμήριο αθωότητας. Προσωρινή κράτηση υπόπτου, δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια επικίνδυνου εγκληματία σε αντιδιαστολή με το δικαίωμα του κοινού για προστασία από βίαιες επιθέσεις.
Ο προσφεύγων συνελήφθη λόγω της συμμετοχής του σε τρομοκρατική επίθεση. Η κατηγορία τροποποιήθηκε και συμπεριέλαβε τη συμμετοχή και την διεύθυνση τρομοκρατικής οργάνωσης. Κρατήθηκε για 23 ώρες χωρίς δικαστική απόφαση, ωστόσο κατά την στιγμή της σύλληψης ενημερώθηκε για τους λόγους στέρησης της ελευθερίας του. Η συνέχιση της κράτησης του στηρίχθηκε σε επαρκείς λόγους, λόγω της επικινδυνότητας του για την κοινωνία.
Πριν από την ακροαματική διαδικασία, εγχώριο Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ως «ένοχο» τον προσφεύγοντα σε απόφαση για προσωρινή κράτηση, χωρίς αυτό να διορθωθεί σε επόμενες δικαστικές αποφάσεις για την ίδια υπόθεση.
Το Στρασβούργο επανέλαβε τη νομολογία του, ότι η μη αιτιολογημένη κράτηση αποτελούσε σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης. Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1, λόγω της προσωρινής κράτησης χωρίς δικαστικό ένταλμα και δικαστική απόφαση.
Αντίθετα το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι κατά τη στιγμή της σύλληψης του, ενημερώθηκε επαρκώς για τους λόγους αυτής και συνεπώς δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 5§2.
Αντιστοίχως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η παράταση της κράτησης του, στηρίχθηκε σε σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση και ήδη βάσει εγχώριας νομοθεσίας είχε κηρυχθεί αντισυνταγματική η αποφυλάκιση τρομοκρατών, συνεπώς έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5§3 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του προσφεύγοντος για την δικαστική κρίση περί ενοχής του σε απόφαση για προσωρινή κράτηση και πριν δικαστεί αυτός επί της ουσίας της υπόθεσης (άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 5§1,
Άρθρο 5§2,
Άρθρο 5§3
Άρθρο 6§2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Volodymyr Yuriyovych Grubnyk, είναι Ουκρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1983 και βρίσκονταν, μέχρι την αναφερόμενη αποφυλάκιση του, υπό κράτηση στην Οδησσό.
Η σύλληψη και η κράτηση του προσφεύγοντος διενεργήθηκε στο πλαίσιο έρευνας μιας σειράς τρομοκρατικών επιθέσεων στην Οδησσό – όπως για παράδειγμα για την έκρηξη στο γραφείο της Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ουκρανίας («SBU») στις 27 Σεπτεμβρίου 2015 και για τα βίαια γεγονότα στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία το 2014 και το 2015.
Ο προσφεύγων είχε δεσμούς με μια ρωσική εθνικιστική ομάδα.
Στις 19 Οκτωβρίου 2015, μετά τη σύλληψη ορισμένων φερόμενων συνεργών, ο προσφεύγων συνελήφθη σε σχέση με την επίθεση στο γραφείο SBU. Οι κατηγορίες μεταβλήθηκαν στη συνέχεια ώστε να περιλαμβάνουν επίσης τη σύσταση και την διεύθυνση τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν ενημερώθηκε για τους λόγους της σύλληψής του. Οι έρευνες στο σπίτι του και στο διαμέρισμα που μίσθωνε πραγματοποιήθηκαν παρουσία του, αλλά είχε πρόσβαση σε δικηγόρο μόνο την επόμενη μέρα, όταν συντάχθηκε επίσημη έκθεση σύλληψης. Την ίδια ημέρα τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση για 60 ημέρες.
Η περίοδος αυτή παρατάθηκε πολλές φορές και επικυρώθηκε από το ανώτερο δικαστήριο κατόπιν έφεσης. Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια αιτιολόγησαν ότι, βάσει νόμου, δεν υπήρχε δυνατότητα αποφυλάκισης με εγγύηση για τρομοκρατικά αδικήματα και ότι υπήρχαν πιθανότητες ο προσφεύγων να διαφύγει από τη χώρα και να διαπράξει εκ νέου τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται. Τα δικαστήρια δεν εξέτασαν την καταγγελία του προσφεύγοντος ότι πέρασαν πάνω από 23 ώρες μεταξύ της πραγματικής σύλληψής του και της σύνταξης της έκθεσης σύλληψης. Ούτε εξέτασαν τον ισχυρισμό του ότι ο λόγος που προτάθηκε στην έκθεση για να δικαιολογηθεί η σύλληψη χωρίς δικαστική απόφαση, δηλαδή ότι πρόκειται για αυτόφωρο αδίκημα, δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, στις 29 Δεκεμβρίου 2019 ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος και μεταφέρθηκε στη «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ» μετά από πρόγραμμα ανταλλαγής κρατουμένων με τη Ρωσία.
Επίσης στην προδικασία και πριν από την ακροαματική διαδικασία, εγχώριο Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει ως «ένοχο» τον προσφεύγοντα σε απόφαση για προσωρινή κράτηση, χωρίς αυτό να διορθωθεί σε επόμενες δικαστικές αποφάσεις για την ίδια υπόθεση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 5 § 1
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε συλληφθεί χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση και ότι η έκθεση σύλληψης συντάχθηκε μόνο μία ημέρα μετά τη σύλληψή του και είχε διατυπωθεί με αόριστους όρους. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε διαφωνία ότι υπήρξε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 23 ωρών μεταξύ της πραγματικής σύλληψης του προσφεύγοντος και της σύνταξης της επίσημης έκθεσης σύλληψης. Ο προσφεύγων είχε παραπονεθεί για αυτήν την καθυστέρηση, αλλά δεν είχε δοθεί καμία εξήγηση στην εγχώρια διαδικασία.
Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η μη αιτιολογημένη κράτηση αποτελούσε σοβαρή αποτυχία και άρνηση των θεμελιωδών σημαντικών εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η σύλληψη του προσφεύγοντος χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση δεν είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με διαδικασία που ορίζεται από το νόμο, κατά παράβαση του άρθρου 5 § 1. Τα εγχώρια δικαστήρια δεν παρείχαν εξήγηση για τους λόγους που υπογραμμίστηκαν στην έκθεση σύλληψης, δηλαδή ότι η σύλληψη πραγματοποιήθηκε «αμέσως μετά» τη διάπραξη αδικήματος. Η αιτιολογία αυτή, δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομική βάση για τη σύλληψη του προσφεύγοντος χωρίς την έκδοση εντάλματος αφού στην πραγματικότητα, συνελήφθη τρεις εβδομάδες μετά την τρομοκρατική επίθεση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη εξέτασης των λοιπών καταγγελιών του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 σχετικά με τη διατύπωση της έκθεσης σύλληψης.
Άρθρο 5 § 2
Ο προσφεύγων αρνήθηκε ότι οι αξιωματικοί του SBU τον είχαν ενημερώσει για τους λόγους της σύλληψής του προφορικά, όπως ισχυρίστηκε η κυβέρνηση.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άρνηση του προσφεύγοντος ήταν αόριστη και αβάσιμη. Οι εξηγήσεις της κυβέρνησης από την άλλη πλευρά επιβεβαιώθηκαν από το ευρύτερο πλαίσιο της υπόθεσης, δηλαδή από μία τρομοκρατική επίθεση σε μια περίοδο μεγάλης έντασης στην Οδησσό, και μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από αξιωματικούς του SBU, συνοδευόμενοι από έναν εμπειρογνώμονα στις νάρκες. Οι έρευνες κατέληξαν στην ανακάλυψη εκρηκτικών συσκευών στο ενοικιαζόμενο διαμέρισμα του προσφεύγοντος. Αυτοί οι λόγοι συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί είχαν ρωτήσει τον προσφεύγοντα σχετικά με εκρηκτικά κατά την έρευνα, είχαν επαρκώς υποδείξει στον προσφεύγοντα τους λόγους στέρησης της ελευθερίας του.
Επιπλέον η καθυστέρηση στην παράθεση των λόγων της σύλληψης του προσφεύγοντος δεν είχε με οποιονδήποτε τρόπο επηρεάσει τη δυνατότητα του, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του. Είχε παρουσιαστεί ενώπιον δικαστή την επόμενη ημέρα από τη σύλληψή του και εκείνη τη στιγμή είχε ήδη ενημερωθεί επίσημα για τις κατηγορίες εναντίον του.
Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 2 της Σύμβασης.
Άρθρο 5 § 3
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το 2019 το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε να κηρύξει αντισυνταγματική τη Ρήτρα Εγγύησης, νόμο του 2014 που είχε καταστήσει μη δυνατή την αποφυλάκιση με χορήγηση εγγύησης σε υπόπτους για το αδίκημα της τρομοκρατίας. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου υπογράμμισε ιδίως ότι, στην πράξη, ο νόμος αυτός είχε περιορίσει την ικανότητα των εθνικών δικαστηρίων να εκδίδουν δεόντως αιτιολογημένες αποφάσεις κράτησης, ακόμη και αν τα δικαστήρια διατηρούσαν την εξουσία να αποφυλακίσουν αυτούς τους υπόπτους εάν δεν ήταν επικίνδυνοι για την κοινωνία .
Στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποφυλάκιση δεν αποτελούσε επιλογή. Ο προσφεύγων θεωρήθηκε ύποπτος ότι σύστησε και ήταν αρχηγός τρομοκρατικής ομάδας που χρησιμοποίησε εξελιγμένες μυστικές τεχνικές για να εμπλακεί σε εξαιρετικά επικίνδυνες συνεχιζόμενες δραστηριότητες.
Επιπλέον, η υπόθεσή του είχε εξεταστεί τη περίοδο που στην Οδησσό υπήρχαν πολλές εντάσεις και σε σχέση με περιστατικά φυγής κρατουμένων σε άλλες προηγούμενες υποθέσεις υψηλής εγκληματικότητας.
Τα εγχώρια δικαστήρια, τα οποία είχαν πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο της κράτησης του προσφεύγοντος, είχαν ως εκ τούτου μπροστά τους σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του και του κινδύνου διαφυγής του εάν αποφυλακίζονταν. Επιπλέον, οι λόγοι των εγχώριων δικαστηρίων για παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος είχαν επιβεβαιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2016 αναφέρθηκε ότι ο ρόλος του στην οργάνωση παράνομων δραστηριοτήτων αποτελούσε επιπρόσθετος λόγος να θεωρείται ότι ο προσφεύγων θα διέφευγε. Τονίζοντας ότι οι αρχές είχαν καθήκον βάσει της Σύμβασης να προστατεύσουν τα δικαιώματα των θυμάτων από βίαιες επιθέσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν δώσει «σχετική» και «επαρκή» αιτιολογία για την κράτηση του προσφεύγοντος. Επομένως, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3.
Άρθρο 6 § 2
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε αναγράψει στην αρχική απόφαση προσωρινής κράτησης ότι «είχε διαπράξει ένα ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα», προδικάζοντας έτσι το αποτέλεσμα της διαδικασίας εναντίον του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μπορούσε να αντιληφθεί την αναφορά αυτή μόνο ως έκφραση και πεποίθηση του Περιφερειακού Δικαστηρίου ότι ο προσφεύγων ήταν όντως ένοχος για το ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα για το οποίο ήταν ύποπτος αλλά για το οποίο δεν είχε όμως καταδικαστεί κατά το χρόνο αυτό.
Αυτή η μη ορθή διατύπωση μπορεί να ήταν τεχνικό σφάλμα του εθνικού Δικαστηρίου, αλλά δεν είχε σε κανένα σημείο διορθωθεί από τα δικαστήρια που στη συνέχεια επελήφθησαν της υπόθεσης ή από οποιαδήποτε άλλη εγχώρια αρχή.
Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διαπίστωση παραβιάσεων αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. (επιμέλεια echrcaselaw.com).