Αγωγή τέως τραπεζικών υπαλλήλων για απόδοση καταβληθεισών -υπέρ των κλάδων πρόνοιας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. και του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος (Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε.)- εισφορών, λόγω μη θεμελίωσης δικαιώματος λήψης εφάπαξ βοηθήματος κατά τον χρόνο της αποχώρησής τους από την ενεργό υπηρεσία.
21/09/2020
ΔΠΑ 14361/2019, 31ο Τμήμα
Η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 περ. Δ του ν. 4242/2014, εισήγαγε, δευτερογενώς -και σε επίπεδο τυπικού νόμου- ρητή και σαφή ρύθμιση, αντίθετη από αυτή του άρθρου 38 παρ. 2 και του άρθρου 56 παρ. 2 του ν. 2084/1992, προκειμένου να οριοθετηθεί, σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος επιστροφής των καταβληθεισών ατομικών εισφορών πρόνοιας, στο χρονικό σημείο έκδοσης της πράξης συνταξιοδότησης του εκάστοτε φορέα κύριας ασφάλισης, που είναι, κατά γενική αρχή, ο χρόνος επέλευσης του θαλπομένου ασφαλιστικού κινδύνου. Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση δεν κωλύονται να μεταβάλλουν το τυχόν -κατ’ απόκλιση από την περί του αντιθέτου γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου (βλ. ΣτΕ 746/2011 σκ. 7)- προβλεπόμενο σύστημα επιστροφής καταβληθεισών εισφορών σε δικαιούμενους ασφαλισμένους, θεσπίζοντας αυστηρότερες, σε σχέση με προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, προϋποθέσεις προς τούτο. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες, μη πληρούντες τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης, κατά τον κρίσιμο εκάστοτε χρόνο υποβολής στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. των αιτημάτων τους περί επιστροφής των καταβληθεισών εισφορών πρόνοιας, δεν δικαιούνταν, ευθέως από τον νόμο, την απόδοση αυτών.
Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ζητήματος ότι οι αναφερόμενοι στην παρ. 3 του άρθρου 220 του ν. 4281/2014 φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και Κεντρικής Διοίκησης ή Δημοσίου ή Κράτους που χορηγούσαν εφάπαξ παροχές, διέπονταν, κατά τούτο, από ετεροειδείς νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις σε σχέση με αυτούς της αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, εφόσον η παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, κατά τη ρύθμιση των ασφαλιστικών παροχών, προϋποθέτει άνιση μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών ασφαλισμένων μέσα στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, δίχως να τίθεται, εν προκειμένω, υπό αμφισβήτηση η εξασφάλιση ενός ελάχιστου καθεστώτος ισοδύναμης προστασίας μεταξύ των εναγόντων και άλλων ασφαλισμένων σε διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς, ο σχετικώς προβαλλόμενος ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος. Εξάλλου, με την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης, δεν επέρχεται στέρηση του δικαιώματος των εναγόντων προς απόδοση των εισφορών που είχαν καταβάλει, αλλά επιτρεπτή μετάθεση αυτού (πρβλ. ΣτΕ 3281/2017 7μ.), προς τον σκοπό της σύμπτωσής του με τον χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου [σχετ. η σελ. 2 της αιτιολογικής έκθεσης της οικείας (1172/27/14-2-2014) τροπολογίας].