Απονομή όλων των συντάξεων χηρείας και καταβολή αναδρομικών μέχρι τέλος του μήνα σχεδιάζει το Υπουργείο Εργασίας.
Μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου τακτοποιούνται οι εκκρεμότητες για περίπου 8.000 συντάξεις χηρείας, που εκκρεμούν για απονομή αλλά και σε όσες δεν έχει καταβληθεί η αύξηση από το 50% στο 70%. Ειδικότερα σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου θα απονεμηθούν όλες οι συντάξεις χηρείας από το Μάιο του 2019 μέχρι τον Απρίλιο 2020 με την αύξηση από το 50% στο 70%, οι εκκρεμείς αιτήσεις για σύνταξη χηρείας από το 2017 και μετά ενώ θα καταβληθούν και τα αναδρομικά των συντάξεων που δεν έχουν ακόμη αυξηθεί από το 50% στο 70% της σύνταξης του θανόντος.
Αναλυτικότερα ετοιμάστηκε ένα νέο λογισμικό σύμφωνα με το οποίο επανυπολογίστηκαν οι συντάξεις για να καταβληθεί η διαφορά σε όσες χήρες δεν την έχουν πάρει.
Έτσι μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου δεν θα υπάρχει καμία εκκρεμής αίτηση για σύνταξη χηρείας αφού μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου θα μπουν στο σύστημα ΑΤΛΑΣ όλες οι εκκρεμείς συντάξεις χηρείας και αγροτών. Το νέο σύστημα ΑΤΛΑΣ στην πλήρη απόδοσή του στο τέλος του χρόνου θα απονείμει σε αυτές τις δύο κατηγορίες 4.000 συντάξεις το μήνα.
Σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται:
1. Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
2. Τα τέκνα του θανόντος ασφαλισμένου.
3. Ο διαζευγμένος σύζυγος.
Μάλιστα, με τις αλλαγές που επήλθαν τον Μάιο του 2019, από 17/5/2019 ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης συνεχίζει να λαμβάνει τη σύνταξη λόγω θανάτου ανεξάρτητα από την ηλικία του, μετά την πρώτη τριετία από την αρχική χορήγησή της. Ακόμη προβλέπεται πλέον η 3ετία ως ελάχιστη διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης, για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
Παράλληλα πλέον, η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους μόνο στην περίπτωση που κατά τον χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
Το ποσό της σύνταξης των δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή έχει δικαιωθεί ο θανών επιμεριζόμενο ως εξής:
Σε περίπτωση που ο γάμος πραγματοποιήθηκε μετά την απονομή σύνταξης γήρατος στον θανόντα και η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και του επιζώντος συζύγου, αφού αφαιρεθεί το διάστημα του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από 10 έτη, τότε το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος μειώνεται ως ακολούθως:
• Κατά 1% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό.
• Κατά 2% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο.
• Κατά 3% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό.
• Κατά 4% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο.
• Κατά 5% για κάθε πλήρες έτος διαφοράς για τα έτη από το 36ο και άνω.
Ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα για μια τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί.
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016 για είκοσι (20) χρόνια ασφάλισης, δηλαδή το ποσό των 384,00 ευρώ.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από είκοσι (20) χρόνια ασφάλισης, το ποσό των 384,00 ευρώ μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τα δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15), ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 ευρώ, που αντιστοιχεί στα δεκαπέντε (15) χρόνια ασφάλισης. Συνεπώς, το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ανάλογα με τον χρόνο ασφάλισης διαμορφώνεται ως εξής:
Μέχρι και 15 έτη ασφάλισης: 360 ευρώ
Για 16 έτη ασφάλισης: 364,80 ευρώ
Για 17 έτη ασφάλισης: 369,60 ευρώ
Για 18 έτη ασφάλισης: 374,40 ευρώ
Για 19 έτη ασφάλισης: 379,20 ευρώ
Για 20 έτη ασφάλισης και άνω: 384,00 ευρώ.
Για να εξευρεθεί ο χρόνος ασφάλισης από τον οποίο και συναρτάται το κατώτατο ποσό, λαμβάνεται υπόψη μόνο κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.