Τι ισχύει στην περίπτωση που ένα πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκαν δύο ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης εγκατέλειψε εκουσίως το έδαφος του κράτους μέλους έκδοσης του πρώτου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (Απόφαση ΔΕΕ)
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-09-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ένα περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο που λαμβάνεται κατά προσώπου, εις βάρος του οποίου είχε εκδοθεί ένα πρώτο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δυνάμει των διατάξεων της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ [απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών], για πράξεις διαφορετικές και προγενέστερες εκείνων οι οποίες δικαιολόγησαν την παράδοσή του κατ’ εκτέλεση ενός δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό εγκατέλειψε εκουσίως το έδαφος του κράτους μέλους έκδοσης του πρώτου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, στο πλαίσιο αυτό, η συγκατάθεση πρέπει να δοθεί από τις αρχές εκτέλεσης του κράτους μέλους που παρέδωσε τον καταζητούμενο δυνάμει του δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο XC διώχθηκε στη Γερμανία στο πλαίσιο τριών χωριστών ποινικών διαδικασιών. Πρώτον, στις 6 Οκτωβρίου 2011, καταδικάστηκε από πλημμελειοδικείο σε στερητική της ελευθερίας ποινή συνολικής διάρκειας ενός έτους και εννέα μηνών. Η εκτέλεση της ποινής αυτής ανεστάλη υπό όρους.
Δεύτερον, το 2016 κινήθηκε στη Γερμανία ποινική δίωξη κατά του XC για πράξη που είχε τελεσθεί στην Πορτογαλία. Δεδομένου ότι ο XC βρισκόταν στην Πορτογαλία, η Staatsanwaltschaft Hannover (εισαγγελία Αννόβερου, Γερμανία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη αυτή. Η πορτογαλική αρχή εκτέλεσης επέτρεψε την παράδοση του XC στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Ο XC καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας ενός έτους και τριών μηνών. Κατά την εκτέλεση της ποινής αυτής, ήρθη η υπό όρους αναστολή της εκτέλεσης της ποινής που του είχε επιβληθεί το 2011.
Στις 22 Αυγούστου 2018, η Staatsanwaltschaft Flensburg (εισαγγελία του Flensburg, Γερμανία) ζήτησε από την πορτογαλική αρχή εκτέλεσης να παραιτηθεί από την εφαρμογή του κανόνα της ειδικότητας και να συγκατατεθεί στην εκτέλεση της ποινής που είχε επιβληθεί το 2011. Ειδικότερα, κατά τον κανόνα αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, ο παραδοθείς δεν διώκεται, καταδικάζεται ή άλλως πως στερείται της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πέραν εκείνης για την οποία παραδόθηκε. Εντούτοις, η παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι ο κανόνας της ειδικότητας δεν εφαρμόζεται όταν η δικαστική αρχή εκτέλεσης που παρέδωσε τον συλληφθέντα δίδει τη σχετική συγκατάθεσή της.
Στις 31 Αυγούστου 2018, ελλείψει απάντησης εκ μέρους της πορτογαλικής δικαστικής αρχής εκτέλεσης, ο XC αφέθηκε ελεύθερος. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018, μετέβη στις Κάτω Χώρες και στη συνέχεια στην Ιταλία. Την επόμενη μέρα, εκδόθηκε εις βάρος του νέο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από τη Staatsanwaltschaft Flensburg με σκοπό την εκτέλεση της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2011. Ο XC συνελήφθη στην Ιταλία βάσει του νέου αυτού ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η ιταλική αρχή εκτέλεσης συμφώνησε για την παράδοσή του στις γερμανικές αρχές.
Τρίτον, στις 5 Νοεμβρίου 2018, το Amtsgericht Braunschweig (πλημμελειοδικείο Braunschweig, Γερμανία) εξέδωσε ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο της ανάκρισης για μια τρίτη ποινική υπόθεση στην οποία εμπλεκόταν ο XC και η οποία αφορούσε πράξεις τελεσθείσες στην Πορτογαλία το 2005. Τον Δεκέμβριο του 2018, η Staatsanwaltschaft Braunschweig (εισαγγελία Braunschweig, Γερμανία) ζήτησε από την ιταλική δικαστική αρχή εκτέλεσης να συμφωνήσει για τη δίωξη του XC και για τις πράξεις αυτές. Η εν λόγω αρχή δέχθηκε το αίτημα αυτό.
Ο XC τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στη Γερμανία από τις 23 Ιουλίου 2019 έως τις 11 Φεβρουαρίου 2020 δυνάμει του εντάλματος σύλληψης της 5ης Νοεμβρίου 2018. Εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2019, ο XC καταδικάστηκε για τις πράξεις που είχαν διαπραχθεί στην Πορτογαλία το 2005 σε συνολική στερητική της ελευθερίας ποινή επτά ετών, στην οποία συνυπολογίστηκε η ποινή που επιβλήθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011.
Ο XC άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2019 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), επικαλούμενος μεταξύ άλλων τον κανόνα της ειδικότητας τον οποίο προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, εφόσον η πορτογαλική αρχή εκτέλεσης δεν συναίνεσε στη δίωξη για τις πράξεις που τελέσθηκαν στην Πορτογαλία το 2005, οι γερμανικές αρχές δεν μπορούσαν να ασκήσουν δίωξη εις βάρος του. Όσον αφορά το επιχείρημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το ένταλμα σύλληψης της 5ης Νοεμβρίου 2018 μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ ή αν πρέπει να ακυρωθεί.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, έκρινε ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, ο κανόνας της ειδικότητας τον οποίο προβλέπει η παράγραφος 2 δεν αντιτίθεται σε περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο που λαμβάνεται κατά προσώπου, εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ένα πρώτο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, για πράξεις διαφορετικές και προγενέστερες από εκείνες οι οποίες δικαιολόγησαν την παράδοσή του κατ’ εκτέλεση του δεύτερου εντάλματος, στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό εγκατέλειψε εκουσίως το έδαφος του κράτους μέλους έκδοσης του πρώτου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και παραδόθηκε σε αυτό κατ’ εκτέλεση δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε μετά από την ως άνω αναχώρηση προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, εφόσον, στο πλαίσιο του δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσής του συμφώνησε για την επέκταση της δίωξης και στις πράξεις για τις οποίες λήφθηκε το ως άνω περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο.
Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 27, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ προκύπτει ότι o εκεί προβλεπόμενος κανόνας της ειδικότητας συνδέεται στενά με την παράδοση κατ’ εκτέλεση συγκεκριμένου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στο μέτρο που το γράμμα της ως άνω διάταξης αναφέρεται στην «παράδοση» στον ενικό. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη συστηματική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, δεδομένου ότι άλλες διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ1 υποδηλώνουν επίσης ότι ο κανόνας της ειδικότητας συνδέεται με την εκτέλεση συγκεκριμένου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Υπό τις συνθήκες αυτές, αν απαιτούνταν η συγκατάθεση, κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, τόσο της δικαστικής αρχής εκτέλεσης ενός πρώτου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσο και της δικαστικής αρχής εκτέλεσης ενός δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θα δημιουργούνταν προσκόμματα στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας παράδοσης και, ως εκ τούτου, θα διακυβευόταν η επίτευξη του σκοπού της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση και την επιτάχυνση των παραδόσεων μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών.
Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο XC εγκατέλειψε εκουσίως το γερμανικό έδαφος αφού εξέτισε στο κράτος μέλος αυτό την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις τις οποίες αφορούσε το πρώτο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δεν δικαιούται πλέον να επικαλεστεί τον κανόνα της ειδικότητας όσον αφορά το πρώτο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Κατά το μέτρο που, εν προκειμένω, η μόνη κρίσιμη παράδοση για να εκτιμηθεί η τήρηση του κανόνα της ειδικότητας είναι η πραγματοποιηθείσα βάσει του δεύτερου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η συγκατάθεση που απαιτείται από το άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχείο ζ΄, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ πρέπει να δοθεί μόνο από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους που παρέδωσε τον καταζητούμενο βάσει του εν λόγω ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Ιδίως το άρθρο 1, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης υπό το πρίσμα του ειδικού σκοπού που αυτό επιδιώκει, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, το οποίο απαιτεί σε κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να προσδιορίζονται με ακρίβεια η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός των αξιόποινων πράξεων τις οποίες αφορά και να περιγράφονται οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές τελέσθηκαν.