Αριθμός 23/2020
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος. Πρόσθετη παρέμβαση.
– Από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση, όμως, του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου, νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (AΠ 404/2018, ΑΠ 1475/2010, ΑΠ 1345/2009, ΑΠ 1727/2006, ΕφΘεσ (Μον) 570/2019). Ο ειδικός διάδοχός (του αρχικού διαδίκου) δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ν` ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 83 του ΚΠολΔ, μπορεί να ασκηθεί υπέρ διαδίκου αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, περίπτωση που συντρέχει αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβασή προς τον αντίδικό του, όπως είναι εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος αυτής, κατά του οποίου ισχύει το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε εις βάρος του δικαιοπάροχου του διαδίκου, σύμφωνα με τα άρθρα 325 περ. 2 και 919 περ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 404/2018). Περαιτέρω, αν πρόκειται για πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε από τον ειδικό διάδοχο και συμφωνούν όλοι οι αρχικοί διάδικοι, μπορεί αυτός, κατ΄άρθρο 85 ΚΠολΔ, να συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος και να υπεισέλθει στη θέση του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και ο οποίος τίθεται εκτός δίκης (ΕφΠατρ 726/2014). Εξάλλου, γενομένης δεκτής της έφεσης, το Εφετείο, εξετάζοντας την αγωγή, δεν δεσμεύεται από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος και μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το σχετικό κεφάλαιο περιλαμβάνεται στην έφεση. Συνεπώς, όταν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ή νομικά αβάσιμη, δυνατή η από το Εφετείο απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης (ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 878/2000, ΕφΠατρ 890/1999).