Αριθμός 12/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Προϋποθέσεις για την αναγκαστική εκτέλεση προς παράλειψη ή ανοχή πράξης και συγκεκριμένα προς επιβολή της προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, που έχουν απειληθεί με προηγούμενη απόφαση. Περιορισμός κονδυλίων αγωγής.
– Από τη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 εδαφ. β´ του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για την αναγκαστική εκτέλεση προς παράλειψη ή ανοχή πράξης και συγκεκριμένα προς επιβολή της προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής, που έχουν απειληθεί με προηγούμενη απόφαση, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: 1) ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, που ενσωματώνει την εκτελούμενη απαίτηση και απειλεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, 2) επίδοση της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση και 3) παράβαση από τον καθ’ ου η εκτέλεση των διατάξεων της απόφασης, στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και επιβολής χρηματικής ποινής για μη συμμόρφωση του καθ’ ου η εκτέλεση προς τις διατάξεις της απόφασης για παράλειψη ή ανοχή πράξης (ΑΠ 1180/2003). Από την ως άνω διάταξη (άρθρου 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η οποία, κατά το μέρος της, που προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι η διαδικασία της έμμεσης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται, με την απόφαση, η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η, εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση, παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση (ΑΠ 804/2018). Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, λόγω της παράβασης, είναι αγωγή καταψηφιστική. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωσή της (παράβασης) δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα αυτό, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης. Στην δίκη του άρθρου 947 του ΚΠολΔ λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση, η σχετική δε δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος για την επιβολή των νομίμων κυρώσεων, που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της παράβασης. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης απόφασης και γι’ αυτό πρέπει να προτείνεται και ν’ αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια, στην επέλευση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κράτησης ή της μιας εκ των δύο, σύμφωνα με τη βούληση του ενάγοντος δανειστή, που πηγάζει από την αρχή της διαθέσεως και εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα (ΑΠ 134/2015).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά, μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του εν λόγω αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 3/2008 και ΟλΑΠ 30/2007).