ΑΡΙΘΜΟΣ 194/2019
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ –
Απαίτηση από ρυμούλκηση πλοίου. Αντιπροσώπευση. Ναυτικός πράκτορας. Συμψηφισμός. – Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 211 Α.Κ. δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου), μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται, είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, υποκείμενο της δημιουργούμενης έννομης σχέσης από την ενέργεια του άμεσου αντιπροσώπου, είναι ο αντιπροσωπευόμενος, ο οποίος και μόνον, δεσμεύεται από τις επιχειρούμενες στο όνομά του πράξεις από τον πρώτο. Ενόψει δε της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, το εν λόγω αποτέλεσμα επέρχεται και στην περίπτωση του ναυτικού πράκτορα, ο οποίος, ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου αυτού, συνάπτοντας με την ιδιότητά του αυτή συμβάσεις με τρίτα πρόσωπα. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από την εν λόγω δραστηριότητά του δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη. Ο ναυτικός πράκτορας όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος και ο μεσίτης αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν, ήτοι τον εντολέα τους (ΑΠ 1128/2015, ΕφΠειρ 54/2015, ΕφΠειρ 1/2010, ΕφΠειρ 516/2009, ΕφΠειρ 631/2007, ΕφΠειρ 1303/2000, ΕφΠειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892, ΕφΠειρ 28/2001 ΠειρΝομ 2001.281, ΕφΠειρ 596/1999 ΕΝΔ 27.270). – Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 Α.Κ. προκύπτει ότι κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ΄ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, ΑΠ 1617/2009). Με άλλα λόγια το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού που μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ένστασης, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 Α.Κ.), δημιουργείται από τη στιγμή, που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν και επομένως, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Μεταγενέστερη σε δίκη επίκληση του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ένσταση αλλά διαδικαστική πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί, άλλως εξοφληθεί. (ΑΠ 1454/2018, ΑΠ 486/2016, ΑΠ 435/2015, ΑΠ 450/2013).