Αριθμός 400/2018
Το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς
– Η διαταγή πληρωμής ως τίτλος για προσημείωση υποθήκης και συντηρητική κατάσχεση. Θέματα διαχρονικού δικαίου.
– Μετά την τροποποίηση του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ με το νόμο 4335/2015 ο οποίος ισχύει από 1-1-2016, ο δανειστής μπορεί πλέον, με βάση (και) οριστική απόφαση, να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης για το ποσό που επιδικάζεται με αυτήν. Διεύρυνε έτσι ο άνω νόμος τη δυνατότητα εξασφαλίσεως του δανειστή καθώς με την υφιστάμενη ρύθμιση (πριν το Ν. 4335/2015) ήτοι με τη δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή με διαταγή πληρωμής, δεν παρεχόταν επαρκής προστασία στον δανειστή έναντι του κινδύνου εκποιήσεως ή επιβαρύνσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του, και μάλιστα του δανειστή εκείνου που είχε «στα χέρια του» οριστική απόφαση εκδοθείσα με τα εχέγγυα της πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, μετά από την δέουσα εκτίμηση των, ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου, προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Θα έπρεπε αυτός ο δανειστής να προσφύγει με αντίστοιχη αίτηση στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και να ζητήσει την έκδοση (άλλης) αποφάσεως που θα του επέτρεπε, προς εξασφάλισή του, την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως.
Από την διατύπωση δε της νέας ρυθμίσεως αλλά και από την αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση δεν προκύπτει ότι υφίσταται ασαφής διατύπωση ή κενό ώστε να ερμηνευτεί η διάταξη, περιοριστικά, ότι αφορά τους δανειστές εκείνους που η εκδοθείσα υπέρ αυτών απόφαση για απαίτησή τους εκδόθηκε μετά την 1-1-2016 λαμβανομένου υπόψη ότι η, ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 724 ΚΠολΔ, καθιστά την οριστική απόφαση που επιδικάζει απαίτηση, προϋπόθεση για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, στοιχείο του πραγματικού της, προσδίδοντάς στην απόφαση έννομη συνέπεια η οποία διαφέρει από τα έννομα αποτελέσματα μιας οριστικής αποφάσεως, ήτοι το ουσιαστικό δεδικασμένο, την εκτελεστότητα και την διαπλαστική ενέργεια τα οποία κρίνονται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Αυτό διότι τα εν λόγω αποτελέσματα συνδέονται με συγκεκριμένο δικονομικό σύστημα και με τις εγγυήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης που εκείνο παρέχει και ως εκ τούτου είναι ορθό, να εφαρμόζεται το ίδιο σύστημα τόσο για την έκδοσή της όσο και για την ισχύ της, αποκλείοντας έτσι από το νομοθέτη την δυνατότητα να καταργεί ή να ακυρώνει δικαστικές αποφάσεις, κατά παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διακρίσεως των εξουσιών. Οι προαναφερόμενες έννομες, παρεπόμενες, όπως ονομάζονται συνέπειες, οι οποίες συνδέονται με την επέλευση μιας (άλλης) έννομης συνέπειας, σαφώς διακρινόμενες από τα προαναφερόμενα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται με την προηγηθείσα διαγνωστική κρίση του δικαστηρίου, θα πρέπει να κρίνονται υπό το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει κατά το χρόνο που ερευνάται η συνδρομή του συνόλου των προϋποθέσεων για την επέλευση αυτής της συνέπειας, κατά το χρόνο που ασκείται το δικαίωμα του οποίου αποτελούν προϋπόθεση και εφόσον διαπιστωθεί ότι υφίσταται η απόφαση αυτή καθ’ εαυτή, ή δεν υφίσταται, με ορισμένο περιεχόμενο, θα πρέπει να απαγγελθούν οι έννομες συνέπειες που η οικεία διάταξη προβλέπει. Ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος της οριστικής αποφάσεως αφού δεν εξετάζεται το αν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της (εκτελεστότητα, δεδικασμένο, διαπλαστική ενέργεια) σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεώς της, δεδομένου ότι η δυνατότητα εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης δεν είναι αποτέλεσμα της οριστικής αποφάσεως, ούτε το αν απορρίφθηκε αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας αυτής αφού σκοπός του εν λόγω αιτήματος είναι η άμεση εκτέλεσή της, εν όλω ή εν μέρει και εδώ κρίνεται, από το νόμο (910 ΚΠολΔ) ή το δικαστήριο, το κατά πόσο η καθυστέρηση στην εκτέλεση επιφέρει βλάβη στον δανειστή και ενάγοντα, ο οποίος ενδεχομένως δεν έχει άλλους πόρους να επιβιώσει, ενώ η παροχή τίτλου προς εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με οριστική απόφαση αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ικανοποιήσεως της ένδικης απαιτήσεως του δανειστή με τον αποκλεισμό της εκποιήσεως ή της επιβαρύνσεως της περιουσίας του οφειλέτη του. Εξάλλου και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 με την οποία αναγνωρίστηκε ότι το δικονοµικό δίκαιο λειτουργικά και τελολογικά έχει µια βοηθητική ή εξυπηρετική λειτουργία απέναντι στο ουσιαστικό δίκαιο, αφού κύριος σκοπός της πολιτικής δίκης είναι η προστασία των ουσιαστικών δικαιωµάτων, η οποία πραγµατοποιείται μεταξύ άλλων, με την πραγµάτωση αυτών, εκτός της αναγνωρίσεως ή, ενδεχοµένως της διαπλάσεώς τους, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση του άρθρου 724 ΚΠολΔ, µε την οποία καθιερώνεται η οριστική απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναµη εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης. Απέδωσε έτσι στην οριστική απόφαση δυνατότητα που είχε στο παρελθόν-στην προισχύσασα πολιτική δικονομία-αποκαθιστώντας μια ανισορροπία σε βάρος της (οριστικής απόφασης) αφού με την προ του Ν. 4335/15 ρύθμιση το άρθρο 724 καθιέρωνε αποκλειστικά τη διαταγή πληρωµής ως τίτλο για την αυτοδύναµη εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης και την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως, αν και για την έκδοση της ο δικαστής στηρίζεται µόνο στο πραγµατικό και αποδεικτικό υλικό που προσκόµισε ο δανειστής, χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα ακροάσεως του οφειλέτη και χωρίς εποµένως να παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσεως από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε, με πλήρη δικανική πεποίθηση και μετά από εκτίμηση του προσκομισθέντος από αμφότερα τα διάδικα μέρη αποδεικτικού υλικού, την ισχύ της επικαλούµενης χρηµατικής αξιώσεως του δανειστή. Προς ενίσχυση της προτεινόμενης ρυθμίσεως αναφέρεται στη συνέχεια η αιτιολογική έκθεση στις διατάξεις των άρθρων 519 παρ. 1 και 521 παρ. 1 ΚΠολΔ σύμφωνα με τις οποίες, κατά την διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως αλλά και με την άσκηση νόμιμης και εμπρόθεσμης εφέσεως που αναστέλλει την εκτέλεση της οριστικής αποφάσεως, µπορούν να επιβληθούν ασφαλιστικά µέτρα, προδήλως τα ίδια ασφαλιστικά µέτρα που προβλέπει και το άρθρο 724. Με δεδομένο επομένως των όσων εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015 που αποκαλύπτει το σκοπό του νομοθέτη να προσδώσει, με την τροποποίηση του άρθρου 724 ΚΠολΔ, στην οριστική απόφαση την ίδια δυνατότητα που έχει και η διαταγή πληρωμής ως τίτλου προς εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, αφού όπως διευκρινίζεται δεν διαφοροποιείται η τελευταία, με την παρεχόμενη δυνατότητα αναστολής της, από την μη κηρυχθείσα προσωρινά εκτελεστή οριστική απόφαση ή από εκείνη της οποίας διατάχθηκε μεταγενέστερα η αναστολή της προσωρινής εκτελεστότητάς της, ενόψει περαιτέρω της υπεροχής της πρώτης η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού όχι μόνο του αιτούντος δικαστική προστασία αλλά και του αντιδίκου του, χωρίς να προσκρούει η ρύθμιση αυτή στην απαγόρευση της (γνήσιας) αναδρομικότητας του νόμου (άρθρο 2 Α.Κ.) αφού προσδίδει για πρώτη φορά στην οριστική απόφαση έννομες συνέπειες και δεν αφορά έννομες σχέσεις ή συνέπειες που προϋπήρχαν, τέλος (ενόψει) ότι η σαφής διατύπωση της νέας διατάξεως του άρθρου 724 ΚΠολΔ αφορά παρεπόμενες συνέπειες της οριστικής αποφάσεως και όχι τα έννομα αποτελέσματα αυτής, αφού η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης δεν είναι αποτέλεσμα της αποφάσεως στο οποίο μάλιστα απέβλεψε ο αιτών δικαστική προστασία, εσφαλμένα η εκκαλουμένη το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, αποδεχόμενη ότι η 1943/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκδοθείσα πριν την 1-1-2016 δεν αποτελεί τίτλο προς εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσής της, γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των λόγων των υπό κρίση εφέσεων.