Σύμφωνα με το εδάφιο α΄ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης προϋποθέτει, εκτός άλλων, και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού.
Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη, συναγομένη εμμέσως από τη συμπεριφορά του δηλούντος, ενόψει και των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Η εν λόγω συναίνεση του εργοδότη, η οποία συνιστά συμφωνία, πρέπει να χορηγηθεί, έστω και σιωπηρά, πριν από και όχι ταυτόχρονα ή μετά την αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του, άλλως δεν συνιστά συγκατάθεση, αλλά αποδοχή του δικαιώματος του μισθωτού να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας.
Η εν λόγω δε προϋπόθεση δεν αναφέρεται στο εκ του νόμου δικαίωμα του εργαζομένου να καταγγείλει τη σύμβαση, αλλά αφορά την ανάληψη από τον εργοδότη του κόστους της αποζημίωσης, που διαφορετικά ο εργοδότης δεν θα είχε.
Αναίρεση της εφετειακής απόφασης, η οποία δεν εφήρμοσε τη διάταξη του εδαφίου α΄ άρθρου 8 ν. 3198/1955 αν και ήταν εφαρμοστέα, διότι, ενώ δέχθηκε ότι ο μεν πρώτος ενάγων υπέβαλε προς το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. έγγραφη δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί με μειωμένη σύνταξη γήρατος, γνωστοποιώντας σε αυτό ότι η αποχώρησή του θα ελάμβανε χώρα στις 23.10.2012, ο δε δεύτερος ενάγων ότι από τις 19.10.2012,οπότε αυτός υπέβαλε προς το εναγόμενο έγγραφη δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί με μειωμένη σύνταξη γήρατος, γνωστοποιώντας σε αυτό ότι η αποχώρησή του θα ελάμβανε χώρα στις 7.10.2012, καθώς και ότι μεσολάβησε για μεν τον πρώτο χρονικό διάστημα 13 ημερών από τη δήλωση αποχώρησής του μέχρι την 23.10.2012,που επήλθαν τα αποτελέσματα αυτής, για δε τον δεύτερο χρονικό διάστημα 19 ημερών από τη δήλωση αποχώρησής του μέχρι την 7.11.2012, που επήλθαν τα αποτελέσματα αυτής, χωρίς να προβληθεί από το εναγόμενο εναντίωση στις δηλώσεις αποχώρησης των εναγόντων, θεώρησε ότι η μη εναντίωση για το χρονικό διάστημα των 13 και 19 ημερών αντίστοιχα από τις δηλώσεις παραίτησης-αποχώρησης μέχρι τις αποχωρήσεις δεν ήταν επαρκής για τη συναγωγή σιωπηρής συναίνεσης, σαφούς και αναμφίβολης, από τη συμπεριφορά αυτή του εναγόμενου.
Το γεγονός όμως αυτό της μη εναντιώσεως του εναγομένου κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα των 13 και 19 ημερών πριν από την αποχώρησή τους στις παραπάνω δηλώσεις αποχώρησης των εναγόντων από την υπηρεσία τους ήταν επαρκές για τη συναγωγή σιωπηρής μεν αλλά σαφούς και αναμφίβολης συναίνεσης αυτού στην αποχώρησή τους και τη λήψη από αυτούς της εκ του άρθρου 8 εδ.α΄ ν.3198/1955 αποζημίωσης.
Αντιθέτως, η χορήγηση από το εναγόμενο στους ενάγοντες των εγγράφων αιτήσεων παραίτησης αυτών, καθώς και των προσυνταξιοδοτικών βεβαιώσεων για την υποβολή τους στους ασφαλιστικούς τους Οργανισμούς, δεν υποδηλώνει σιωπηρή συγκατάθεσή του στην αποχώρηση των εναγόντων (Απόφαση του Α.Π., Επιθεώρησης Εργατικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 590 επ.).