H Eυρώπη επεξεργάζεται τη δημιουργία μίας ιστοσελίδας, ανάλογη με αυτή της Amazon, για να πουλήσει προβληματικά δάνεια ύψους εκατοντάδων δισ. ευρώ, τα οποία έχουν “κοκκινίσει” λόγω της κρίσης του κορονοϊού, σε μία προσπάθεια να ενισχύσει την οικονομία της, αναφέρει το Reuters σε αποκλειστικό δημοσίευμά του.
Το σχέδιο, που έχει καταστρωθεί από αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αποτελεί μέρος της προσπάθειας των 19 χωρών της Ευρωζώνης να αντιμετωπίσουν την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αποσκοπεί στο να αποτρέψει μεγάλα επενδυτικά ταμεία που αγοράζουν προβληματικό χρέος (distressed funds) να τα αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές.
“Η ιδέα είναι να ανοίξουμε την αγορά σε αγοραστές που έχουν μικρότερα χαρτοφυλάκια, με μία πλατφόρμα τύπου Amazon ή eBay, στην οποία θα μπορείς να περιηγηθεί κανείς… Αυτό μπορεί να κάνει την αγορά να κινηθεί”, δήλωσε στο Reuters ο Έντουαρντ Ο’ Μπράιαν, υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΚΤ που συμμετέχει στο σχέδιο. Τα μεγάλα funds αγόρασαν δάνεια ύψους δισεκ. ευρώ μετά την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, αποκτώντας περιουσίες, για ορισμένες από τις οποίες η αξία τους αυξήθηκε έκτοτε. “Η αγορά κόκκινων δανείων κυριαρχείται από λίγους πολύ μεγάλους αγοραστές. Σε ένα τυπικό σενάριο, κάποια από τις εταιρείες αυτές μπορεί να αγοράσει ένα πολύ μεγάλο χαρτοφυλάκιο με τεράστιες εκπτώσεις”, τόνισε ο Ο’ Μπράιαν. Μελέτη της Deloitte έδειξε ότι από τα δάνεια, ύψους άνω των 450 δισ. ευρώ, που πουλήθηκαν στην Ευρώπη από το 2014 έως το 2019, σχεδόν τα μισά αγοράστηκαν από τη Cerberus, τη Blackstone, τη Lone Star και τη Goldman Sachs.
Οι τράπεζες πουλούν τα κόκκινα δάνειά τους, συνήθως σε ένα κλάσμα της ονομαστικής αξίας τους, για να απελευθερώσουν τους ισολογισμούς τους, ώστε να χορηγούν νέα δάνεια και να συνεχίζουν την πορεία τους τόσο οι ίδιες όσο και οι οικονομίες. Το σχέδιο της ΕΚΤ, το οποίο πρέπει να επικυρωθεί και θα συζητηθεί με αξιωματούχους της ΕΕ την Παρασκευή, έχει ως πηγή έμπνευσης την ιταλική ιστοσελίδα BlinkS, η οποία φέρνει σε επαφή αγοραστές και πωλητές δανείων, καθώς και τις δημοπρασίες χρέους μίας ομοσπονδιακής υπηρεσίας των ΗΠΑ. Εφόσον συμφωνήσουν οι χώρες της ΕΕ, η νέα αγορά θα τεθεί υπό την εποπτεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (Single Resolution Board, SRB)της ΕΕ. “Γιατί πρέπει κάθε δημόσια σύμβαση να γίνεται με διαγωνισμό στο πλαίσιο ανοικτού ανταγωνισμού και τα κόκκινα δάνεια να πωλούνται πίσω από κλειστές πόρτες;” αναρωτήθηκε ο Bostjan Jazbec, ένας διευθυντής του SRB. “Η επιτυχία στην αγορά και πώληση κόκκινων δανείων συνεπάγεται αρκετή εσωτερική πληροφόρηση. Η COVID σημαίνει ότι θα υπάρξουν περισσότερα κόκκινα δάνεια στο μέλλον. Κάθε πώληση πρέπει να είναι διάφανη”, πρόσθεσε ο ίδιος.
Τα κόκκινα δάνεια στην Ευρωζώνη, που θεωρείται απίθανο να αποπληρωθούν πλήρως ποτέ, ανέρχονται σε πάνω από μισό τρισ. ευρώ, περιλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών, των δανείων για αγορά αυτοκινήτων και των στεγαστικών δανείων, ενώ αναμένεται να αυξηθούν. Ο Τζον Φελ, ένας άλλος υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΚΤ, δήλωσε ότι τα δάνεια αυτά αποτελούν μία ευρύτερη πρόκληση. “Το πρόβλημα είναι ότι πολύ συχνά θεωρείται ότι τα κόκκινα δάνεια αποτελούν πρόβλημα που περιορίζεται στις τράπεζες. Όμως είναι πολύ ευρύτερο, επηρεάζουν ολόκληρη την οικονομία”, πρόσθεσε.
Είναι σύνηθες για τις τράπεζες να πουλούν παλιά τους δάνεια σε επενδυτές σε πακέτα που η αξία τους υπερβαίνει μερικές φορές τα 10 δισ. ευρώ, αλλά η ΕΚΤ ανησυχεί γιατί αυτό ευνοεί τους μεγάλους αγοραστές. Με τη νέα πλατφόρμα που εξετάζει η ΕΚΤ, η οποία μπορεί να είναι έτοιμη και να λειτουργεί από τις αρχές του επόμενου έτους, η αξία των πακέτων των δανείων μπορεί να περιορισθεί στα 10 εκατ. ευρώ, προσελκύοντας μικρότερους επενδυτές που πιθανόν να προσφέρουν καλύτερες τιμές.
Εκτός από την οικονομική οπτική γωνία του σχεδίου της ΕΚΤ, υπάρχει και μία ισχυρή πολιτική διάσταση για την αμφισβήτηση των μεγάλων επενδυτών. Οι υποστηρικτές τους λένε ότι είχαν καθοριστικό ρόλο, για παράδειγμα στη ενίσχυση της φθίνουσας αγοράς ακινήτων της Ιρλανδίας μετά το κραχ που υπέστη. Οι επικριτές τους, όμως, τους αποκάλεσαν “αρπακτικά ταμεία” (“vulture funds”) και η ισχύς τους αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης στις φετινές εκλογές της Ιρλανδίας, όπου το Sinn Fein εξασφάλισε για πρώτη φορά περισσότερες ψήφους από ότι τα κατεστημένα κόμματα. Στην Ισπανία, το αυξανόμενο κόστος στέγασης αποδόθηκε επίσης εν μέρει στον ρόλο των μεγάλων επενδυτών και αποτέλεσε θέμα στην προεκλογική διαμάχη πέρυσι, οδηγώντας τη Μαδρίτη να ενισχύσει την προστασία των ενοικιαστών.