Χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Προεδρικό Διάταγμα 75/2020 για τη “Χρήση συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας σε δημόσιους χώρους”.
Υπενθυμίζεται ότι μόλις τον Ιούλιο είχε δημοσιευθεί η γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επί του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος, η οποία περιλάμβανε σειρά παρατηρήσεων, με την Αρχή να τονίζει την ανάγκη τροποποίησης ορισμένων διατάξεων, προκειμένου να είναι συμβατές με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας δεδομένων.
Δεδομένου ότι το σχέδιο ΠΔ δεν κατέστη δημόσια διαθέσιμο, δεν είναι γνωστό κατά πόσον οι θέσεις της Αρχής λήφθηκαν υπόψη στο τελικό Διάταγμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως το Προεδρικό Διάταγμα έρχεται με καθυστέρηση σχεδόν δέκα χρόνων, καθώς, όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει η Αρχή, το αρμόδιο Υπουργείο δεν είχε προχωρήσει σε επεξεργασία του σχεδίου που έχει υποβληθεί από ομάδα εργασίας από το 2012.
Μεταξύ άλλων, το Διάταγμα προβλέπει:
Σκοποί επεξεργασίας
Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης με τη λήψη ή καταγραφή ήχου ή εικόνας, σε δημόσιους χώρους, επιτρέπεται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 ν. 3917/2011, για τους εξής σκοπούς :
α) Την αποτροπή και καταστολή των αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στις περ. β΄ έως δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3917/2011. Στα εγκλήματα αυτά ανήκουν ιδίως τα αδικήματα που προβλέπονται στα κεφάλαια έκτο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο, δέκατο όγδοο, δέκατο ένατο και εικοστό τρίτο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και τα κακουργήματα της νομοθεσίας περί εξαρτησιογόνων ουσιών. Αντικείμενο της καταστολής συνιστά και η απόδειξη τέλεσης αξιόποινων πράξεων και ταυτοποίησης του δράστη.
β) Τη διαχείριση της κυκλοφορίας που περιλαμβάνει την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων στο οδικό δίκτυο, τη ρύθμιση της κυκλοφορίας οχημάτων, καθώς και την πρόληψη και διαχείριση τροχαίων ατυχημάτων.
Προϋποθέσεις και κριτήρια εγκατάστασης και λειτουργίας συστημάτων επιτήρησης
1. Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης σε δημόσιους χώρους επιτρέπεται μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο και όταν οι επιδιωκόμενοι κατά το άρθρο 3 του παρόντος διατάγματος σκοποί, της πρόληψης ή καταστολής της εγκληματικότητας και της διαχείρισης της κυκλοφορίας δεν μπορούν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με άλλα ηπιότερα μέτρα. Με την απόφαση που εκδίδεται κατά την παρ. 1 του άρθρου 12 του παρόντος για την εγκατάσταση των συστημάτων επιτήρησης αιτιολογείται ειδικώς η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων που δικαιολογούν την επιτήρηση συγκεκριμένου χώρου. Ειδικώς για την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης για την πρόληψη ή καταστολή των εγκλημάτων απαιτείται να συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελούνται ή πρόκειται να τελεσθούν στον συγκεκριμένο χώρο ποινικά αδικήματα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος. Η συνδρομή επαρκών ενδείξεων αιτιολογείται με την αναφορά πραγματικών στοιχείων όπως, ιδίως, στατιστικών ή εμπειρικών δεδομένων, μελετών, εκθέσεων, μαρτυριών, πληροφοριών για τη συχνότητα, το είδος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων που τελούνται σε συγκεκριμένο χώρο, καθώς και για την, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, πιθανολογούμενη εξάπλωση ή μεταφορά της εγκληματικότητας σε άλλο δημόσιο χώρο. Η επιτήρηση κρίνεται απαραίτητη όταν, κατ’ εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών στοιχείων, σχηματίζεται η εύλογη πεποίθηση ότι στους συγκεκριμένους δημόσιους χώρους απειλούνται σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.
2. Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων επιτήρησης περιορίζεται στον συγκεκριμένο χώρο, για τον οποίο κρίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας απαραίτητη η επιτήρηση και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε ευρύτερη περιοχή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξασφαλίζει, με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων, ότι τα συστήματα επιτηρούν τον προκαθορισμένο χώρο και δεν λαμβάνουν εικόνα από μη δημόσιους χώρους ή από εσωτερικό κατοικιών . Οι λεπτομέρειες ως προς τη θέση εγκατάστασης των καμερών και τα χαρακτηριστικά του συστήματος επιτήρησης προβλέπονται στην απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12. Με την απόφαση που εκδίδεται κατά την παρ. 2 του άρθρου 12 καθορίζονται ο χρόνος ενεργοποίησης του συστήματος επιτήρησης, η εμβέλειά του και η διάρκεια λειτουργίας του, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της προϋποθέσεως του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η λειτουργία φορητών συστημάτων επιτήρησης επιτρέπεται σε περιπτώσεις που υπάρχει άμεσος σοβαρός κίνδυνος τέλεσης των αναφερομένων στο άρθρο 3 αξιόποινων πράξεων, κατόπιν σχετικής απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας που εκδίδεται κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του παρόντος. Με την απόφαση αυτή αιτιολογείται ειδικώς η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη λειτουργία φορητών συστημάτων επιτήρησης, με την αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων.
4. Η εστίαση της εικόνας επιτρέπεται για τη διαπίστωση αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των επιδιωκόμενων σκοπών. Η διαδικασία εστίασης της εικόνας και επαναφοράς της εκτελείται με αιτιολογημένη απόφαση του υπευθύνου επεξεργασίας, κατόπιν έγκρισης του αρμοδίου εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, η εστίαση είναι δυνατό να εκτελείται κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας, με υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης του αρμόδιου εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να απαγορεύσει τη συνέχιση της διαδικασίας και τη χρήση των συλλεγέντων δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση, η συνδρομή των προϋποθέσεων εστίασης της κάμερας, καθώς και επαναφοράς της στην προκαθορισμένη θέση, αποδεικνύονται από τα τηρούμενα κατ’ άρθρο 11 αρχεία καταγραφής ενεργειών. Ο αρμόδιος κατά τα ανωτέρω εισαγγελέας δύναται να ζητά, οποτεδήποτε το κρίνει αναγκαίο, επιπλέον στοιχεία, με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας των ενεργειών. Είναι επιτρεπτή η λήψη εικόνας και κάθε τρίτου προσώπου, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού επεξεργασίας.
Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις
1. Η εγκατάσταση και λειτουργία σταθερών, περιστρεφόμενων ή κινητών συστημάτων επιτήρησης, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος, σε χώρους και κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, είναι επιτρεπτή με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του υπεύθυνου επεξεργασίας, κατόπιν έγκρισης του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον έχει γνωστοποιηθεί στον οργανωτή της συνάθροισης και τους μετέχοντες σε αυτή και μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3. Στην ανωτέρω απόφαση συμπεριλαμβάνονται τόσο τα πραγματικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται απαραίτητη η επιτήρηση, όσο και αυτά βάσει των οποίων καθορίζεται ο χρόνος ενεργοποίησης και λειτουργίας των συστημάτων επιτήρησης.
2. Η λήψη εικόνας πλήρους εποπτείας της συνάθροισης για τη διαπίστωση του όγκου και της διαδρομής αυτής, χωρίς δυνατότητα εστίασης σε φυσικά πρόσωπα, είναι επιτρεπτή, αποκλειστικά προς πλήρωση των σκοπών του άρθρου 3 και εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης.
3. Τα δεδομένα που συλλέγονται, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καταστρέφονται αυτόματα, με μέριμνα του υπεύθυνου επεξεργασίας, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήξη της συνάθροισης, εφόσον αυτή εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε ομαλά και δεν αποτυπώνεται κρίσιμο συμβάν που εμπίπτει στον επιδιωκόμενο σκοπό. Σε αντίθετη περίπτωση, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 8.
Είδος δεδομένων
1. Κατά τη διαχείριση της κυκλοφορίας, η επεξεργασία δεδομένων εικόνας περιορίζεται στην αναγνώριση των πινακίδων κυκλοφορίας και της κατηγορίας (επιβατικά, φορτηγά, λεωφορεία κ.λπ.) των οχημάτων.
2. Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων ήχου, στο μέτρο που σε αυτόν περιλαμβάνονται δεδομένα από τα οποία μπορεί να γίνει αναγνώριση προσώπων, δεν πρέπει να είναι ενεργοποιημένη. Η επεξεργασία δεδομένων ήχου επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, κατόπιν ειδικώς αιτιολογημένης απόφασης του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία εγκρίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, με σκοπό τον εντοπισμό και την αναγνώριση προσώπων που εμπλέκονται σε αξιόποινες πράξεις της περ. α του άρθρου 3 και οι οποίες διαλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (Α΄ 121), εφόσον η διερεύνηση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτή. Στην προαναφερόμενη απόφαση γίνεται ειδική μνεία α) της αξιόποινης πράξης, για τη διακρίβωση της οποίας είναι απαραίτητη η επεξεργασία β) των ενδείξεων ως προς την εμπλοκή των ερευνώμενων προσώπων στην τέλεση της πράξεως αυτής, γ) του σκοπού της επεξεργασίας, δ) της αδυναμίας ή ιδιαίτερης δυσχέρειας διακρίβωσης της πράξης με άλλο τρόπο και ε) της απολύτως αναγκαίας χρονικής διάρκειας της επεξεργασίας.
Χρόνος τήρησης και καταστροφή δεδομένων
1. Τα δεδομένα διατηρούνται κατά μέγιστο για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη συλλογή τους, εκτός αν η διατήρηση είναι απαραίτητη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με σκοπό τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Μετά την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, τα δεδομένα καταστρέφονται. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εξασφαλίζει ότι η διαγραφή πραγματοποιείται με αυτόματη μέθοδο και ότι τα καταστρεφόμενα δεδομένα δεν είναι δυνατό να ανακτηθούν. Δεδομένα που αφορούν γεγονότα που εμπίπτουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, αποθηκεύονται και διατηρούνται, εφόσον είναι απαραίτητα, για την διερεύνηση αξιόποινων πράξεων του άρθρου 3 του παρόντος διατάγματος. Τα δεδομένα αυτά διαγράφονται μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή την οριστική παύση της δίωξης ή την παρέλευση του χρόνου παραγραφής. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνεται σχετικώς από τις αρμόδιες δικαστικές υπηρεσίες, προκειμένου να προβεί στη διαγραφή.
2. Επιτρέπεται, επίσης, η διατήρηση, όταν υπάρχουν δικαιολογημένες υπόνοιες σε βάρος του ατόμου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, για την προπαρασκευή ή τη διάπραξη στο μέλλον των αξιόποινων πράξεων της παρ. 1. Οι δικαιολογημένες υπόνοιες προπαρασκευής ή μελλοντικής διάπραξης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων συναρτώνται με μαρτυρίες ή κάθε είδους σχετικές πληροφορίες, εν γένει κινήσεις και επαφές του ατόμου, καθώς και τη φύση, σοβαρότητα και αριθμό των εγκλημάτων, για τα οποία το υποκείμενο των δεδομένων έχει τυχόν κατά το παρελθόν καταδικασθεί ή ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη. Για τη διατήρηση των δεδομένων στην περίπτωση αυτή εκδίδεται αιτιολογημένη απόφαση του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία υπόκειται σε περιοδική επανεκτίμηση ανά διετία.
Δείτε αναλυτικά το Προεδρικό Διάταγμα 75/2020.