Ελεγκτές: «Η Κομισιόν πρέπει να εστιάσει στο χαμηλό ποσοστό υλοποίησης των συστάσεων – Μεγαλύτερη προσοχή σε τομείς όπως η μείωση της φτώχειας και η έρευνα και η ανάπτυξη»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Τα κράτη μέλη πρέπει να βελτιώσουν την υλοποίηση των συστάσεων τις οποίες διατυπώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανά χώρα στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ).
Ειδικότερα, η ειδική έκθεση αριθ. 16/2020 του ΕΕΣ με τίτλο «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο – Οι συστάσεις ανά χώρα καλύπτουν μεν σημαντικά ζητήματα, χρήζουν δε καλύτερης υλοποίησης», η οποία δημοσιεύθηκε στις 3-09-2020, καταλήγει ότι τα κράτη μέλη δεν κατέβαλαν αρκετές προσπάθειες για την υλοποίηση των συστάσεων ανά χώρα που διατύπωσε το Συμβούλιο της ΕΕ την περίοδο 2011-2018. Τα κράτη μέλη έχουν υλοποιήσει σε μεγάλο βαθμό ή πλήρως μόλις το ένα τέταρτο των συστάσεων, ενώ η πρόοδος είναι περιορισμένη ή μηδενική για σχεδόν το ένα τρίτο. Μολονότι η ΕΕ έχει πραγματοποιήσει γενική πρόοδο προς την επίτευξη των περισσότερων μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων της για το 2020, υστερεί στη μείωση της φτώχειας και στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης. Στο πλαίσιο της πολιτικής συμφωνίας στην οποία κατέληξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2020, οι ελεγκτές τονίζουν επίσης την ανάγκη μεταρρύθμισης του τρόπου διατύπωσης και υλοποίησης των συστάσεων ανά χώρα.
Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο είναι ένας ετήσιος κύκλος οικονομικού και δημοσιονομικού συντονισμού εντός της ΕΕ. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το Συμβούλιο απευθύνει συστάσεις ανά χώρα σε κάθε κράτος μέλος, βάσει προτάσεων που υποβάλλει η Επιτροπή. Οι ελεγκτές αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής από την Επιτροπή των διαδικασιών για την ενίσχυση της εποπτείας των πολιτικών των κρατών μελών. Υπέβαλαν σε λεπτομερή έλεγχο την εφαρμογή των εν λόγω διαδικασιών στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες.
Μόλις το 26% των συστάσεων είχε υλοποιηθεί πλήρως ή σε σημαντικό βαθμό, ενώ για περίπου το 44% είχε σημειωθεί κάποια πρόοδος. Για το υπόλοιπο 30% είχε σημειωθεί «περιορισμένη» ή μηδενική πρόοδος. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε όλες τις εξουσίες της για να προβεί σε περαιτέρω συστάσεις, στις περιπτώσεις που δεν είχε υπάρξει ουσιαστική πρόοδος επί σειρά ετών.
Η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» ήταν εν γένει θετική για το σύνολο της ΕΕ και ανάμεικτη στα διάφορα κράτη μέλη. Σε επίπεδο ΕΕ, αναμενόταν να επιτευχθούν έξι από τους οκτώ στόχους που είχαν οριστεί για το 2020 σε βασικούς τομείς, εκ των οποίων ένας αφορoύσε την απασχόληση, τρεις την ενέργεια και δύο την εκπαίδευση. Ωστόσο, οι στόχοι που σχετίζονταν με τη μείωση της φτώχειας και την έρευνα δεν θα επιτευχθούν, λόγω της αργής προόδου που ήταν συνέπεια, αφενός, της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και, αφετέρου, των περιορισμένων δαπανών των κρατών μελών στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν διατύπωσε σε κάθε περίπτωση συστάσεις προς τα κράτη μέλη που δεν σημείωναν πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων στους εν λόγω τομείς. Παραδείγματος χάριν, οι ελεγκτές εντόπισαν περιπτώσεις στις οποίες η επιδείνωση της κατάστασης σε ορισμένα κράτη μέλη, σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα δικαιολογούσε τη διατύπωση περισσότερων συστάσεων με εστίαση σε μέτρα για την άμεση μείωση της φτώχειας.
Οι εκθέσεις της Επιτροπής με αντικείμενο την οικονομική κατάσταση των κρατών μελών και την πρόοδό τους προς την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» προσδιορίζουν σημαντικούς κινδύνους και αποτελούν καλή βάση για τη διατύπωση των συστάσεων ανά χώρα. Ωστόσο, παρά την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή το 2015 για τη βελτίωση της εστίασης των συστάσεων μέσω της μείωσης του αριθμού τους, ορισμένες συστάσεις των τελευταίων ετών εξακολουθούν να πραγματεύονται μη συναφή μεταξύ τους θέματα και να αναφέρονται σε μη συναφείς διαστάσεις πολιτικής. Επιπλέον, δεν συνδέονται επαρκώς με τη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ για την υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών. Εκτός αυτού, η Επιτροπή, κατά τη διατύπωση των συστάσεών της, συχνά δεν αιτιολογεί σαφώς για ποιον λόγο δίνει προτεραιότητα σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις έναντι άλλων. Ταυτόχρονα, τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών δεν παρέχουν πάντοτε σαφείς διευκρινίσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα θα οδηγήσουν στην υλοποίηση των συστάσεων και των στόχων της ΕΕ.
Οι ελεγκτές συνιστούν στην Επιτροπή να ενισχύσει:
- την εστίαση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου στην κοινωνική και ερευνητική διάσταση,
- την υλοποίηση και την παρακολούθηση των συστάσεων,
- τη σύνδεση μεταξύ των κονδυλίων της ΕΕ και των συστάσεων,
- την ποιότητα της διατύπωσης των συστάσεων,
- τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αξιολογήσεις των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων.
Δήλωση
«Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η Επιτροπή παρείχε εμπεριστατωμένη ανάλυση της οικονομικής προόδου των κρατών μελών και διατύπωσε συναφείς συστάσεις ανά χώρα», δήλωσε ο Alex Brenninkmeijer, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για την έκθεση. «Ωστόσο, πρέπει να εστιάσει περισσότερο στο χαμηλό ποσοστό υλοποίησης των συστάσεων γενικώς. Την τελευταία δεκαετία θα μπορούσε να είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε τομείς όπως η μείωση της φτώχειας και η έρευνα και η ανάπτυξη».
Ιστορικό
Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο καθιερώθηκε το 2010 με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας της ΕΕ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και την αντιμετώπιση διαρθρωτικών προκλήσεων όπως η δημοσιονομική πολιτική, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και άλλα κοινωνικά ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό, επηρεάζει τις δημοσιονομικές και οικονομικές αποφάσεις των κρατών μελών. Ο μέσος αριθμός των συστάσεων ανά χώρα που απευθύνονται σε κάθε κράτος μέλος μειώθηκε από 20 το 2014 σε 12,5 το 2019.
Η στρατηγική «Ευρώπη 2020» είναι μια στρατηγική 10ετούς διάρκειας, με σκοπό να καταστεί η ΕΕ μια έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία. Ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ αυξήθηκε από 116 εκατομμύρια το 2008 σε 122 εκατομμύρια το 2012, και άρχισε να μειώνεται μετά το 2012, φθάνοντας τα 109 εκατομμύρια το 2018 (ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» είναι τα 96 εκατομμύρια έως το 2020). Οι δαπάνες στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης αυξήθηκαν για το σύνολο της ΕΕ στο 2,12% του συνδυασμένου ΑΕΠ των κρατών μελών (ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» είναι 3%), ωστόσο υστερούν έναντι άλλων προηγμένων οικονομιών όπως των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, ενώ και η Κίνα καλύπτει με γοργούς ρυθμούς το χαμένο έδαφος. Οι δαπάνες των κρατών μελών στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης κυμάνθηκαν το 2018 από 0,50% του ΑΕΠ στη Ρουμανία έως περίπου 3,25% του ΑΕΠ στη Σουηδία.
Σημειώνεται ότι οι ελεγκτές είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες τους πριν από την έξαρση της νόσου COVID-19, επομένως η συγκεκριμένη έκθεση δεν λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις πολιτικής και τυχόν άλλες αλλαγές που έλαβαν χώρα ως αντίδραση στην πανδημία. Τον Ιούλιο του 2020, το Συμβούλιο ενέκρινε συστάσεις ανά χώρα που περιλάμβαναν πτυχές σχετικές με τη νόσο COVID-19.
Υπενθυμίζεται ότι το ΕΕΣ παρουσιάζει τις ειδικές εκθέσεις του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ, καθώς και σε άλλους ενδιαφερομένους, όπως σε εθνικά κοινοβούλια, παράγοντες του ενδιαφερόμενου κλάδου και εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι συστάσεις που διατυπώνουν οι ελεγκτές στις εκθέσεις τους υλοποιούνται.
Το πλήρες κείμενο της έκθεσης είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του ΕΕΣ (eca.europa.eu)