Μία πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση του Αρείου Πάγου
Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας
Μπορεί μια εγκατάσταση κάμερας, που δεν λαμβάνει και αποθηκεύει δεδομένα εικόνας, να κριθεί ότι προσβάλλει την προσωπικότητα τρίτου και να οδηγήσει σε επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης;
Ο Άρειος Πάγος απαντά κατηγορηματικά πως μπορεί.
Αυτή είναι η κρίση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου στην απόφαση 163/2020, όπου εκδικάσθηκε η αναίρεση των ιδιοκτητών που είχαν εγκαταστήσει τις κάμερες.
Η απόφαση αυτή συνδέεται άμεσα με την υπ’ αριθμ. 2244/2013 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος, με την οποία είχε κριθεί η ίδια ακριβώς αντιδικία.
Ιστορικό υπόθεσης:
Οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες μοιράζονται το ίδιο ακίνητο με τους εναγόμενους – συγγενείς τους. Το ακίνητο είναι χωρισμένο στα δύο, με τους εναγόμενους να κατοικούν στο εμπρόσθιο τμήμα αυτού, που εφάπτεται της δημοτικής οδού, και τις ενάγουσες να κατοικούν στο οπίσθιο τμήμα του ακινήτου. Αποτέλεσμα της διαχωρισμού αυτού είναι ότι, για να μεταβούν στην οικία τους, οι ενάγουσες πρέπει να χρησιμοποιούν κοινή δίοδο διερχόμενη στα όρια του μανδρότοιχου της ιδιοκτησίας των αντιδίκων τους.
Το Σεπτέμβριο του 2007 οι ενάγουσες διαπίστωσαν ότι οι αντίδικοι είχαν εγκαταστήσει πέντε (5) κάμερες, οι οποίες λάμβαναν εικόνα τόσο από τη δημοτική οδό, όσο και από την ιδιωτική δίοδο. Δύο χρόνια αργότερα, το Νοέμβριο του 2009 – και αφού είχε προηγηθεί απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που διέτασσε τη διακοπή λειτουργίας των καμερών, οι ενάγουσες διαπίστωσαν ότι οι κάμερες είχαν γίνει επτά (7) τον αριθμό. Για το λόγο αυτό προχώρησαν στην άσκηση δύο αγωγών, αρχικά το 2008 και ακολούθως το 2010.
Οι δύο αγωγές συνεκδικάστηκαν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δικαίωσε τις ενάγουσες μόνο όμως ως προς την υποχρέωση αφαίρεσης των καμερών, ενώ «απέρριψε δε ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν τις αγωγές κατά το αίτημά τους για επιδίκαση σε έκαστο των αναιρεσιβλήτων χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την πράξη των αντιδίκων τους».
Οι ενάγουσες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, με το Εφετείο Αθηνών να δέχεται το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, διαπιστώνοντας ότι: «Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι από τις προαναφερόμενες ενέργειες των εναγομένων, οι οποίες εκτός από παράνομες, ήσαν και υπαίτιες, διότι προέβησαν σ’ αυτές χωρίς να ζητήσουν την συναίνεση των εναγουσών και γνωρίζοντας ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου για την εγκατάσταση των επίμαχων βιντεοκαμερών και ότι συνεπώς έτσι υπεισέρχονται στα προσωπικά δεδομένα των εναγουσών και προσβάλλουν την προσωπικότητά τους, οι τελευταίες υπέστησαν ηθική βλάβη, διότι η τοποθέτηση των εν λόγω καμερών έθεσε αυτές υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωσης της ακωλύτου αναπτύξεως της προσωπικότητας τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας τους, αφού και μόνο η αίσθησή τους ότι βρίσκονται υπό παρακολούθηση ήταν ικανή να επηρεάσει την συμπεριφορά τους. Είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγουσών κατά τις διατάξεις των άρθρων 4,5 και 7 του Ν. 2472/1997, αφού η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επιδίκου συστήματος, που επέτρεπε την λήψη εικόνων των εναγουσών που συνιστά επίσης μη νόμιμη επεξεργασία, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει σ’ αυτές την παραπάνω αίσθηση και επηρεασμό της συμπεριφοράς τους».
Υπό τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά το μέρος, με το οποίο είχαν απορριφθεί ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν οι αγωγικές αξιώσεις των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων για επιδίκαση σε αυτές χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εις ολόκληρον έκαστος, σε κάθε ενάγουσα το ποσό των 5.900 ευρώ για κάθε αγωγή.
Οι εναγόμενοι ζήτησαν την αναίρεση της απόφασης αυτής.
Η κρίση του Αρείου Πάγου:
Στην κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου ετέθησαν δύο λόγοι αναίρεσης.
Εν πρώτοις, οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι υφίσταται αντίφαση στις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, καθώς τη στιγμή που έγινε δεκτό ότι οι αυτοί λαμβάνουν και επεξεργάζονται την εικόνα των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, παράλληλα διαπιστώθηκε ότι η δημιουργία και επεξεργασία αρχείου εικόνας και ήχου δεν αποδείχθηκε.
Ο πρώτος αυτός λόγος απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με τον Άρειο Πάγο να επιβεβαιώνει την κρίση του Εφετείου, δεχόμενος ότι «Ουδεμία δε αντίφαση υφίσταται μεταξύ της παραδοχής της αναιρεσιβαλλομένης, ότι με την εγκατάσταση των εν λόγω βιντεοκαμερών οι εναγόμενοι – αναιρεσίβλητοι λαμβάνουν και επεξεργάζονται την εικόνα των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων και εκείνης (παραδοχής), ότι δεν αποδείχθηκε η δημιουργία και επεξεργασία εκ μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνας και ήχου των εναγουσών – αναιρεσιβλήτων, ενόψει της ανωτέρω παραδοχής του Εφετείου, ότι μόνη η δυνατότητα λήψεως και επεξεργασίας, κατά το δοκούν, από τους εναγομένους – αναιρεσείοντες των εικόνων των αντιδίκων τους, χωρίς την συναίνεσή τους, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία, κατά την έννοια των προαναφερομένων σχετικών διατάξεων, των δεδομένων τους αυτών.»
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι τα 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυρίστηκαν ότι το Εφετείο δεν θα έπρεπε να επιδικάσει διακριτή χρηματική ικανοποίηση για τις πράξεις τις κάθε αγωγής, αλλά μια και ενιαία για αμφότερες, «αφού οι πράξεις αυτές συνιστούν μια ενότητα και συνεπώς οι αντίδικές τους δικαιούντο μια μόνον παροχή ως χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης». Άλλωστε, το γεγονός ότι το ίδιο το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για κεχωρισμένη επιδίκαση στη χρονική διαφορά της τοποθέτησης των καμερών, τα έτη 2007 και 2009, συνιστά έλλειψη νόμιμη βάσης της απόφασης.
Και αυτός ο λόγος απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με τον Άρειο Πάγο, ωστόσο, να διαπιστώνει και να αντικαθιστά την εσφαλμένη αιτιολογία του Εφετείου: Η κεχωρισμένη επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για κάθε αγωγή δεν βασίζεται στο ότι οι αναιρεσείοντες διέπραξαν δύο διαδοχικά τελεσθείσες και σε διαφορετικό χρόνο άδικες πράξεις, αλλά στο ότι οι συνέπειες και η βασιμότητα εκάστης των συνεκδικασθεισών αγωγών κρίνονται αυτοτελώς και όχι ενιαίως.