Τσακλόγλου: Ποιες είναι οι τρεις πηγές χρηματοδότησης για τη μετάβαση στο νέο σύστημα
Με πρότυπο το σουηδικό μοντέλο θα «στηθεί» το 2021 το νέο επικουρικό ταμείο με καθαρά κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά στο οποίο δεν θα ενταχθούν υποχρεωτικά μόνο οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας αλλά θα είναι ανοιχτό σε προαιρετική βάση και στους σημερινούς εργαζόμενους που έχουν διανύσει έως 10 έτη ασφάλισης. Θα τεθούν ωστόσο ηλικιακά κριτήρια έως τα 32 ή 35 έτη προκειμένου οι σημερινοί εργαζόμενοι που θα θελήσουν με δική τους πρωτοβουλία να ενταχθούν στο νέο σύστημα να έχουν μπροστά τους ικανό χρονικό διάστημα για να δημιουργήσουν με συμφέροντες όρους το δικό τους ατομικό λογαριασμό.
Παράλληλα στο νέο ταμείο θα μπορούν να ενταχθούν προαιρετικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες που δεν έχουν σήμερα επικουρική ασφάλιση.
Το νέο σύστημα βασίζεται στη λογική ότι οι εισφορές των νεοασφαλισμένων μισθωτών δεν θα χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των σημερινών επικουρικών συντάξεων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατομικό «κουμπαρά» του κάθε ασφαλισμένου.
Tο ύψος της νέας σύνταξης θα εξαρτάται μόνο από τα έτη ασφάλισης και το συντάξιμο μισθό αλλά και από την απόδοση του χαρτοφυλακίου του ατομικού λογαριασμού. Ο ασφαλισμένος θα μπορεί πιθανότατα να επιλέγει μεταξύ επενδυτικής στρατηγικής χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου αλλά και να αλλάζει την επιλογή του σε τακτά χρονικά διαστήματα (πιθανότατα κάθε τρία χρόνια). Σε γενικές γραμμές οι ειδικοί συμβουλεύουν τις νεαρότερες ηλικίες να παίρνουν υψηλό ρίσκο αλλά όσο περνούν τα χρόνια να στρέφονται σε πιο ασφαλείς επιλογές.
Αρμόδια στελέχη υπολογίζουν ότι η απόδοση του κουμπαρά θα μπορεί να κυμαίνεται σε 1,2%-1,3% ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις θα είναι έως και 2,5 φορές υψηλότερες από τις σημερινές που ανέρχονται σε 184 ευρώ κατά μέσο όρο. Το νέο ταμείο θα ενταχθεί κάτω από την ομπρέλα του δημοσίου το οποίο και θα αναλάβει τη διαχείριση των κεφαλαίων. Ωστόσο επιμέρους εργασίες θα μπορούν να ανατεθούν σε επαγγελματίες της αγοράς. Στο τραπέζι βρίσκεται και το ενδεχόμενο να θεσπιστούν δικλείδες ασφαλείας ώστε η σύνταξη να μην υπολείπεται του κεφαλαίου που έχει συσσωρευτεί.
Οι βασικές παράμετροι της λειτουργίας του νέου ταμείου αναμένεται να περιληφθούν σε νομοσχέδιο που θα προωθηθεί στη Βουλή στο τέλος του χρόνου. Εν συνεχεία θα ανοίξει ευρύς διάλογος με φορείς και κοινωνικούς εταίρους ενώ το νέο εγχείρημα θα τεκμηριωθεί με μελέτες και ποσοτικοποίηση των μεγεθών. Στόχος είναι το νέο ταμείο να αρχίσει να λειτουργεί εντός του 2021 η την 1/1/2022.
«Αγκάθι» στο νέο εγχείρημα το οποίο έχει ήδη προκαλέσει τις ενστάσεις ειδικών και της αντιπολίτευσης αποτελεί το λεγόμενο «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα. Τα πρώτα χρόνια το κόστος σε ταμειακή βάση θα είναι μικρό, 50 εκ. ετησίως, το 2030 θα προσεγγίσει το 1 δισ. ενώ σωρευτικά σε 40-50 χρόνια θα φτάσει τα 35 εως 55 δισ. ευρώ, απειλώντας με αύξηση το δημόσιο χρέος.
Ο υφυπουργός κοινωνικής ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου ο οποίος έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να φέρει εις πέρας το νέο δύσκολο εγχείρημα, μιλώντας στο διαδικτυακό συνέδριο για το ασφαλιστικό που διεξήχθη στο πλαίσιο του forum «Κύκλος Ιδεών» (ekyklos.gr), αναφέρθηκε στις τρεις πηγές άντλησης πόρων για την κάλυψη των ελλειμμάτων που θα δημιουργηθούν. Διαφορετικά όπως είπε χαρακτηριστικά «μια γενιά θα κληθεί να πληρώσει δύο φορές για τις συντάξεις»
Η πρώτη πηγή σχετίζεται με τη μεγέθυνση της οικονομίας, το λεγόμενο μέρισμα ανάπτυξης. Ως δεύτερη πηγή θα χρησιμοποιηθεί ο ΑΚΑΓΕ, δηλαδή ο κουμπαράς του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών που δημιουργήθηκε για τη στήριξη των δύσκολων στιγμών του ασφαλιστικού. Η τρίτη πηγή χρηματοδότησης θα προέλθει από τον προϋπολογισμό μέσω της φορολογίας.
Το κεφάλαιο που θα συσσωρευτεί στο νέο ταμείο θα επενδύεται σε ομόλογα και μετοχές ενώ τα επόμενα χρόνια οι επενδύσεις μπορεί να επεκταθούν και σε χώρες του εξωτερικού εντός της ΕΕ.
Ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε ως παράδειγμα το ταμείο της Νορβηγίας που άντλησε γενναιόδωρους πόρους από τα πετρέλαια και στη συνέχεια επένδυσε στο εξωτερικό.
Εντυπωσιακά είναι και τα αποτελέσματα του σουηδικού μοντέλου (επαγγελματικό ταμείο με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά) το οποίο κατόρθωσε να εξασφαλίσει ετήσια απόδοση στην 25ετία 5,2%. Χαρακτηριστικό του σουηδικού μοντέλου είναι ότι προηγήθηκε εξαντλητικός διάλογος για την μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε με πάνω από το 80% των βουλευτών του Σουηδικού Κοινοβουλίου.
Σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα συστήματα των σκανδιναβικών χωρών, το νέο επικουρικό θα εξασφαλίζει επίσης συντάξεις χηρείας και αναπηρίας.
Το σχέδιο για πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης επανήλθε στο προσκήνιο μέσω του προσχεδίου της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανασυγκρότηση της Ελληνικής Οικονομίας, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών και στην πίεση που ασκεί το συγκεκριμένο πρόβλημα στο ασφαλιστικό.
Σύμφωνα με τους «σοφούς» της έκθεσης Πισσαρίδη, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει «τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής». Οι υποστηρικτές του νέου συστήματος θεωρούν πως :
• θα αντιμετωπίσει το μείζον πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης που απειλεί τα ασφαλιστικά συστήματα όλης της Ευρώπης,
• θα δημιουργήσει σημαντικές αποταμιεύσεις, η μόχλευση των οποίων θα στηρίξει το στοίχημα των επενδύσεων και της ανάπτυξης, ενώ
• σε βάθος 30ετίας θα οδηγήσει σε καλύτερες αποδόσεις των επικουρικών συντάξεων.
• Θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη προς ασφαλιστικό και θα αποθαρρύνει την αδήλωτη εργασία
«Ένα από τα πλεονεκτήματα του νέου συστήματος είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς ασφαλιστικό και η αποθάρρυνση της αδήλωτης εργασίας, επεσήμανε ο υφυπουργός προσθέτοντας ότι παράλληλα θα ενθαρρυνθεί και η δημιουργία περισσότερων επαγγελματικών ταμείων που θα καταβάλλουν επικουρικές συντάξεις και όχι εφάπαξ ενώ κίνητρα θα δοθούν και για τον 3ο πυλώνα της ασφάλισης.
«Το υφιστάμενο αμιγώς διανεμητικό σύστημα – τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις – δεν ευνοεί τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στο «δημογραφικό κίνδυνο» (γήρανση του πληθυσμού/υπογεννητικότητα), ενώ έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των νέων προς αυτό», τόνισε ο κ. Τσακλόγου, υποστηρίζοντας πως η πρόταση της κυβέρνησης υπογράφει ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των νέων εργαζομένων χωρίς να θίξει τα δικαιώματα των παλιών, δηλαδή των νυν συνταξιούχων.
«Απαιτείται δημόσιος και πολιτικός διάλογος ανάλογος της κρισιμότητας του ασφαλιστικού ζητήματος. Η άσκηση δεν είναι εύκολη, αλλά αξίζει τον κόπο να τολμήσουμε, για την ευημερία των νεότερων γενεών.» κατέληξε ο κ. Τσακλόγου.
Στην ίδια διαδικτυακή συζήτηση ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά Μιλτιάδης Νεκτάριος επέκρινε τις παρεμβάσεις του νόμου Βρούτση τονίζοντας ότι αύξησε τις συντάξεις χηρείας καταργώντας το ηλικιακό κριτήριο και δεν έκλεισε στεγανά τις πόρτες για πρόωρη συνταξιοδότηση. Επιπλέον αποσύνδεσε τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών από το ετήσιο εισόδημα θεσπίζοντας ασφαλιστικές κατηγορίες ελεύθερης επιλογής.
Ο κ. Νεκτάριος επεσήμανε ότι το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων που έφθανε την προηγούμενη δεκαετία ακόμα και το 110%, μειώθηκε με τα μνημόνια στο 75% ενώ σε 50 χρόνια θα συρρικνωθεί στο 50%. Το αφανές χρέος από τη συνταξιοδοτική δαπάνη το οποίο επίσης μειώθηκε με τα μνημόνια πήρε και πάλι την άγουσα καθώς δε καταργήθηκε η προσωπική διαφορά.
Η πρόταση του κ. Νεκτάριου με στόχο το μηδενισμό του αφανούς χρέους προβλέπει τη δημιουργία ταμείου κύριας ασφάλισης με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά για τους ασφαλισμένους μετά το 1992,με ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων 55%,μειωμένες εισφορές κατά 30% και με μηδενική κρατική επιχορήγηση μετά το 2045 που θα τελείωνε η μεταβατική περίοδος για τους ασφαλισμένους πριν από το 1992. Για να πάρει ανάσα η οικονομία οι εισφορές για κύρια και επικουρική σύνταξη δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 6% σε συνδυασμό με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Τάσος Γιαννίτσης έσωσε έμφαση στην προσπάθεια αποκατάστασης της αξιοπιστίας του ασφαλιστικού συστήματος προκειμένου να περιοριστεί η φορο-εισφοροδιαφυγή. Μόνο η φοροδιαφυγή από το ΦΠΑ που υπερβαίνει τα 7 δις θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα του ασφαλιστικού.
Οι τρεις ειδικοί, στη συζήτηση που συντόνιζε ο δημοσιογράφος Γιώργος Κουβαράς επεσήμαναν την ανάγκη πολιτικής συναίνεσης για τις αναπόφευκτες δύσκολες ισορροπίες που συνοδεύουν τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις ιδίως όταν συμβαίνουν βίαια. Για το ενδεχόμενο αύξησης των ορίων ηλικίας τόνισαν ότι όσο αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης θα αυξάνονται και τα όρια ηλικίας για τις επόμενες γενιές ενώ η θέσπιση κινήτρων για εργασία μετά τα 67 δε θα φέρει θεαματικά αποτελέσματα. Αντίθετα η ενθάρρυνση συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αλλά και η ενσωμάτωση των μεταναστών αποτελούν προσφορότερες λύσεις για την αντιμετώπιση της γήρανσης του ασφαλιστικού συστήματος.