Με γνωμοδότησή του (130/2020) το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απάντησε σε ερώτημα σχετικά με τη χορήγηση στοιχείων από πειθαρχικές κυρώσεις, τις οποίες το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης & Ελέγχων σε ορκωτούς ελεγκτές και λογιστές ή/και σε ελεγκτικές εταιρείες.
Ειδικότερα, το ερώτημα αφορούσε στο εάν η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης & Ελέγχων (ΕΛΤΕ), λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο που διέπει τα θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων – ΓΚΠΔ, GDPR), δύναται να χορηγήσει στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών και Λογιστών (ΣΟΕΛ), στοιχεία από πειθαρχικές κυρώσεις τις οποίες έχει επιβάλει το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΛΤΕ σε ορκωτούς ελεγκτές και λογιστές ή/και σε ελεγκτικές εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 4449/2017.
Μεταξύ άλλων, στη γνωμοδότηση επισημαίνεται πως “τα ζητήματα οριοθέτησης μεταξύ αφενός πρόσβασης στα έγγραφα (άρθρο 5 ΚΔΔιαδ) και αφετέρου προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν επιλύθηκαν από το άρθρο 86 του Κανονισμού 679/2016, που παρότι άμεσης εφαρμογής παραπέμπει ουσιαστικά στην εθνική έννομη τάξη, προβλέποντας ότι πρέπει «να συμβιβάζεται η πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα με το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού», σύμφωνα με όσα ορίζει το δίκαιο του κάθε κράτους μέλους.
Τα προβλήματα αυτά ούτε με τον εφαρμοστικό (του ΓΚΠΔ) ν. 4624/2019 επιλύθηκαν δεδομένου ότι το άρθρο 42 παρ. 1 αυτού προβλέπει ότι «Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που αφορούν στη χορήγηση εγγράφων από φορείς του δημόσιου τομέα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ανωτέρω Κώδικα, καθώς και των λοιπών διατάξεων που αφορούν στη χορήγηση εγγράφων από τον εκάστοτε φορέα ή αρχή ή υπηρεσία παραμένει ανεπηρέαστη, όταν περιεχόμενο των εγγράφων αυτών αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα».
Είναι προφανές ότι το άρθρο 42 του ν. 4624/2019 ήθελε απλώς να διευκρινίσει ότι εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 ΚΔΔ.
Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι σε όσες περιπτώσεις μπορεί να αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα και προστασίας των προσωπικών δεδομένων με ταυτόχρονη ικανοποίηση και των δύο δικαιωμάτων, Θα πρέπει να ακολουθείται αυτή η οδός (αρχή της «πρακτικής εναρμόνισης»). Όταν λ.χ. το αιτούμενο έγγραφο περιέχει προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων που δεν ενδιαφέρουν τον αιτούντα, τότε δύναται να χορηγηθεί το έγγραφο με απάλειψη των προσωπικών δεδομένων που δεν είναι σημαντικά για τον αιτούντα (π.χ αντί να χορηγηθεί (στις περιπτώσεις που επιτρέπεται) πλήρης ιατρικός φάκελος του ασθενή, μπορεί να χορηγηθεί πιστοποιητικό με τις αιτούμενες πληροφορίες.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, η χορήγηση στοιχείων πειθαρχικών φακέλων, κρίνεται κατ’ αρχήν αναγκαία και πρόσφορη, για τη χορήγηση βεβαιώσεων περί μη πειθαρχικής καταδίκης στους ορκωτούς ελεγκτές.
Βέβαια, πρέπει να χορηγηθούν όχι γενικώς για όλους τους ελεγκτές, αλλά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που έχει υποβληθεί αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης περί μη πειθαρχικής καταδίκης, ώστε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας για την αιτούμενη διαβίβαση.
Εξάλλου εφόσον κριθεί ότι, για την έκδοση των βεβαιώσεων περί μη πειθαρχικής καταδίκης, αρκεί απόσπασμα της πειθαρχικής αποφάσεως, είναι προφανές ότι δεν χρειάζεται να δοθεί ολόκληρος ο πειθαρχικός φάκελος, γιατί κάτι τέτοιο υπερακοντίζει τον σκοπό της επεξεργασίας και κατά συνέπεια παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Τέλος, η ΕΛΤΕ οφείλει, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στο ΣΟΕΛ, καθόσον παγίως γίνεται δεκτό ότι: ΣτΕ 1847/2017 «….η γνωστοποίηση προς τρίτα πρόσωπα στοιχείων πειθαρχικών διώξεων……, τα οποία δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις απαριθμούμενες στην περίπτωση β΄ του άρθρου 2 του ν. 2472/1997 κατηγορίες (αφορά σε θρησκευτικές ή φυλετικές πεποιθήσεις, πολιτικά φρονήματα κ.λ.π.), συνιστά επεξεργασία απλών και όχι ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την οποία υφίσταται πάντως σε κάθε περίπτωση υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων ακόμη και όταν, κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση 130/2020