Άρειος Πάγος: Τα εξωτερικά της στοιχεία της επικοινωνίας δεν καλύπτονται από το απόρρητο – Η διεύθυνση IP δεν εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων
Με την υπ’ αριθμ. 1093/2018 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα ΣΤ) απέρριψε αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία ιδιοκτήτης ιστοσελίδας κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση.
Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ιδιοκτήτη (αναιρεσίοντος) πως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε έγγραφα του Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος από τα οποία προέκυπταν τα στοιχεία της ταυτότητάς του σε άλλη ποινική δικογραφία και τα οποία αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθόσον ελήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 9Α του Συντάγματος και χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το Ν. 2225/1994 διαδικασία.
Στην απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρεται πως, “κατά την αναφερθείσα αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται το περιεχόμενο της επικοινωνίας και όχι η ύπαρξη αυτής και τα εξωτερικά της στοιχεία, η αποκάλυψη των οποίων και εν προκειμένω η ΙΡ διεύθυνση σύνδεσης στο διαδίκτυο και τα στοιχεία ταυτότητας του κατόχου της προς βεβαίωση εγκλήματος που διαπράττεται μέσω του διαδικτύου δεν είναι ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι δεν εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, ούτε καλύπτεται από αυτή και ούτε αποτελεί δέσμευση ή περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας”.
Απόσπασμα της απόφασης
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 Κ.Ποιν.Δ. η οποία προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 “Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη (και όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των άνω πράξεων) “για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδική και αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου…”.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης που καθιερώνει η διάταξη της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής με εξαίρεση την ως άνω αναφερόμενη περίπτωση των κακουργημάτων. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ β’ , 9Α, 19 παρ. 1 και 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων όπως ο νόμος ορίζει.
Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισής ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας τού και της αλληλογραφίας του…
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν της εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση τρυ κατηγορουμένου και των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τις άνω διατάξεις, προκύπτει ότι με την αναφερόμενη συνταγματική αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται το περιεχόμενο της κάθε μορφής επικοινωνίας ήτοι και εκείνης που γίνεται μέσω σταθερής- κινητής τηλεφωνίας και του διαδικτύου, και αφορά την προσωπική και ιδιωτική ζωή και ως απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο δεν λαμβάνεται υπόψη.
Έτσι λοιπόν αν ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Δεν αποτελεί όμως απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο η ανακοίνωση εκ μέρους των παρόχων διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σταθερής-κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, στα πλαίσια διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, ανάκρισης ή προανάκρισης, κατόπιν παραγγελίας εισαγγελέα, των στοιχείων εντοπισμού των προσώπων (αριθμός και στοιχεία κατόχου τηλεφωνικής σύνδεσης ή διαδικτυακής διεύθυνσης) που τελούν διάφορα εγκλήματα (εκβίαση, δυσφήμηση κλπ) με κακόβουλες κλήσεις ή μηνύματα ή μέσω τού διαδικτύου, η οποία δεν είναι ανεπίτρεπτη, ούτε αποτελεί δέσμευση ή περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας (ΑΠ 1564/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση ότι το δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, για το λόγο ότι για την κρίση του περί ενοχής του έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα υπ’ αρ. …/17-1-2011 και …-8-2011 έγγραφα του 5ου Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, από τα οποία προέκυπταν τα στοιχεία της ταυτότητάς του σε άλλη ποινική δικογραφία και τα οποία αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, καθόσον ελήφθησαν κατά παράβαση του άρθρου 9 Α του Συντ. και χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το Ν. 2225/1994 διαδικασία.
Ειδικότερα στο πρώτο έγγραφο αναφέρεται ότι την 29-11-2010 προσήλθε στην Υπηρεσία ο …, Ν. Π. και κατήγγειλε τον ιδιοκτήτη και διαχειριστή της ιστοσελίδας (…) “…. ……” για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση, ότι κατά τη διάρκεια της προανάκρισης καιν συγκεκριμένα την 6-12-2010 επικοινώνησε τηλεφωνικά με απόκρυψη αριθμού με την υπηρεσία άγνωστο άτομο και τους ανέφερε πως από έρευνά του εντόπισε ότι ο διαχειριστής της προαναφερόμενης ιστοσελίδας, κάτοχος επίσης του λογαριασμού ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (……) την 1-12-2010 και ώρα Ελλάδος 04:07:53 ήταν συνδεδεμένος στο διαδίκτυο μέσω της …, ότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης στον οποίο τέθηκαν υπόψη τα ανωτέρω υπόψη, με την υπ’ αρ. …/7-12-2018 παραγγελία του προς τον ΟΤΕ ζήτησε να γνωστοποιηθούν στην ανωτέρω υπηρεσία τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αυτή είχε αποδοθεί, ότι από την απάντηση του ΟΤΕ προέκυψε πως κάτοχος της παραπάνω IP διεύθυνσης ήταν ο κατηγορούμενος.
Όμως, κατά την αναφερθείσα αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται το περιεχόμενο της επικοινωνίας και όχι η ύπαρξη αυτής και τα εξωτερικά της στοιχεία, η αποκάλυψη των οποίων και εν προκειμένω η ΙΡ διεύθυνση 94.67.29.126 σύνδεσης στο διαδίκτυο και τα στοιχεία ταυτότητας του κατόχου της προς βεβαίωση εγκλήματος που διαπράττεται μέσω του διαδικτύου δεν είναι ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι δεν εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, ούτε καλύπτεται από αυτή και ούτε αποτελεί δέσμευση ή περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας.
Εξάλλου, από το περιεχόμενο του υπ’ αρ. …/17-1-2011 εγγράφου του 5ου Τμήματος Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προκύπτει, όπως αναφέρθηκε, ότι η απάντηση του ΟΤΕ με τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου δόθηκε κατόπιν της υπ’ αριθμ. …/7-12-2010 παραγγελίας του εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης στα πλαίσια αυτεπάγγελτης προανάκρισης (άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ) που διενεργούσε το εν λόγω Τμήμα για άλλη υπόθεση προς διερεύνηση τελεσθέντος μέσω του διαδικτύου ίδιου εγκλήματος σε βάρος του …, Ν. Π..
Επομένως το δικαστήριο που έλαβε υπόψη του το παραπάνω έγγραφο για το σχηματισμό της κρίσης του περί ενοχής του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 177 παρ. 2 ΚΠΔ πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας και ως εκ τούτου ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr