Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλου, μπορεί να γίνει είτε άμεσα (έκτακτη καταγγελία) είτε με προειδοποίηση (τακτική καταγγελία). Τακτική καταγγελία είναι εκείνη που γίνεται ορισμένο διάστημα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία, και βάσει του νόμου, επιθυμεί ο καταγγέλων να λήξει η σχέση και επιφέρει τη λήξη αυτής μετά την πάροδο του εν λόγω διαστήματος.
του Ευάγγελου Χατζηπέτκου (Λογιστής με εξειδίκευση σε θέματα εργατικής νομοθεσίας)
Σκοπός της προμήνυσης (προθεσμίας) είναι η έγκαιρη προειδοποίηση του εργαζομένου, αλλά και του εργοδότη (εάν ο καταγγέλλων συμβαίνει να είναι ο εργαζόμενος) για την επικείμενη λύση της εργασιακής σχέσης, ώστε να φροντίσουν ο μεν εργαζόμενος να αναζητήσει αλλού εργασία, ο δε εργοδότης να βρει αντικαταστάτη του εργαζομένου, ο οποίος αποχωρεί.
Ο χρόνος της προμήνυσης (προειδοποίησης) έχει για συνέπεια να αναστέλλει την άμεση ενέργεια της καταγγελίας της σύμβασης για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η σύμβαση συνεχίζει την κανονική λειτουργία της χωρίς να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση λύεται με την πάροδο του χρόνου προειδοποίησης, οπότε καταβάλλεται και η αποζημίωση. Στην περίπτωση δηλαδή της καταγγελίας μετά από προμήνυση, δεν σημαίνει ότι στον χρόνο κατά τον οποίο γίνεται η προμήνυση, προειδοποιείται απλώς ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος για την επικείμενη, μετά την πάροδο του χρόνου της προειδοποίησης, καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αλλά ότι από του χρόνου της προειδοποίησης καταγγέλλεται η σχέση και επέρχεται, μέσω αυτής (καταγγελίας) η λύση της, εφόσον συντρέξουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει ο νόμος (Α.Π. 295/2013, Α.Π. 55/2015, Εφ.Αθηνών 3596/2011).
Η μόνη διαφορά εδώ είναι ότι, το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέσης δεν επέρχεται με την πραγματοποίηση της καταγγελίας, με την περιέλευση δηλαδή της σχετικής δηλώσεως του καταγγέλοντος στον αντισυμβαλλόμενό του, αλλά μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμηνύσεως, που μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξεως της σχέσης (Α.Π. 2064/1986, Α.Π. 323/1938, Μον. Πρωτ. Ιωαννίνων 265/1982). Αν για την καταγγελία τηρείται προθεσμία, η αποζημίωση καταβάλλεται κατά την εκπνοή της προθεσμίας (Α.Π. 2064/1986).
Χρονικά διαστήματα προειδοποίησης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου με προειδοποίηση
Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους:
- Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) συμπληρωμένους μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση.
- Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση.
- Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη, απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση.
- Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω, απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση.
Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο ιδιωτικό υπάλληλο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο το ήμισυ (1/2) της αποζημίωσης απόλυσης για καταγγελία χωρίς προειδοποίηση ( άρθρο 1 του Ν.2112/1920, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει).
Επισημαίνεται ότι η προσμέτρηση του χρόνου προειδοποίησης ξεκινά από την επομένη ημέρα της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο και λήγει με τη λήξη της προθεσμίας προειδοποίησης, οπότε και επέρχεται η λύση της σχέσης εργασίας (Αριθμ. Πρωτ.: 26352/839/28.11.2012, Έγγραφο Yπ. Eργ. 895/28/18.02.2013).
Σημειώνεται ότι είναι δυνατή η τακτική καταγγελία με μεγαλύτερο χρόνο προειδοποίησης (προμήνυσης) έναντι του νομίμου (Α.Π. 295/2013).
Χρόνος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης
Για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας από της προσλήψεως μέχρι της προειδοποιήσεως, και όχι ο χρόνος από της προειδοποιήσεως μέχρι της απολύσεως (Α.Π. 323/1938, Α.Π. 2064/1986).
Η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή τον μισθό του και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται σταθερά και νόμιμα σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του κατά τον τελευταίο μήνα της απασχολήσεώς του (Αριθμ. Πρωτ.: 26352/839/28.11.2012, Α.Π. 1033/2008, παρ.1 του άρθρου 5 του Ν.3198/1955). Ως τελευταίος μήνας εννοείται το χρονικό διάστημα που έχει αφετηρία την ημερομηνία της καταγγελίας της σχέσης εργασίας και εκτείνεται στην αντίστοιχη ημερομηνία του προηγούμενου μήνα, δηλαδή, ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται ο εργασιακός μήνας και όχι ο ημερολογιακός (Α.Π. 72/1998. Εφ. Θεσ. 448/1988, Μον. Πρωτ. Θεσ. 187/1991, Μον. Πρωτ. Αθ. 1408/1971, Α.Π. 1808/1984, Α.Π. 999/1982, Έγγραφο Yπ. Eργ. 895/28/18.02.2013).
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πλήρης απασχόληση είναι εκείνη με την οποία κατ`ελάχιστον όριο εξαντλείται το συμβατικό ή νόμιμο ωράριο εργασίας του απολυθέντος, έστω και αν κατά τον κρίσιμο μήνα απασχολήθηκε επί χρόνο μικρότερο του ωραρίου αυτού.
Εάν ο απολυθείς κατά τον μήνα εκείνο παρείχε, επιπλέον, νομίμως και τακτικώς και εργασία υπερωριακή, κατά τις Κυριακές και κατά την νύκτα θα συνυπολογισθεί και η αμοιβή για την παροχή αυτής της εργασίας. Συνεπώς δεν θα υπολογισθεί η αμοιβή για τέτοια εργασία αν αυτή παρασχέθηκε σε χρόνο προγενέστερο του κρίσιμου μήνα (Α.Π. 106/1988).
Τι ισχύει σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν εργάσθηκε πλήρως (π.χ. λόγω ασθένειας) κατά τον τελευταίο (κρίσιμο) μήνα;
Εάν ο υπάλληλος που απολύεται από τον εργοδότη δεν εργάσθηκε ή δεν εργάσθηκε πλήρως κατά τον τελευταίο προ της απολύσεώς του μήνα, τότε η αποζημίωση θα καθορισθεί βάσει των τακτικών του αποδοχών, που είναι αυτές οι οποίες καταβάλλονταν σταθερώς και μονίμως κατά το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (Α.Π. 402/1987).
Έντυπο Ε6: Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (με ή χωρίς προειδοποίηση)
Ο εργοδότης που καταγγέλλει τη σύμβαση αορίστου χρόνου υποχρεούται εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από την παράδοση του εγγράφου της καταγγελίας στον απολυόμενο να υποβάλλει το έγγραφο της καταγγελίας στο οποίο θα πρέπει να υπάρχει η υπογραφή του απολυόμενου και η ημερομηνία παραλαβής από αυτόν ( άρθρο 38 του Ν.4488/2017). Η αναγγελία της καταγγελίας σύμβασης εργασίας (με ή χωρίς προειδοποίηση) γίνεται με ηλεκτρονική υποβολή στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» του Εντύπου Ε6 με την διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 4 της με Αριθμ. 40331/Δ1. 13521/19.09.2019 απόφασης του Υπουργείου Εργασίας (όπως ισχύει), εκτός των εξαιρέσεων από την ηλεκτρονική υποβολή, που υποβάλλουν με προσέλευση και κατάθεση στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ εντός της τεθείσας προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών (Αρ. Πρωτ. 91869/21.12.2017). Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο λείπει η υπογραφή του απολυόμενου, η καταγγελία σύμβασης εργασίας γίνεται δεκτή, εφόσον συνοδεύεται από νόμιμο δικαιολογητικό κοινοποίησης (έκθεση επίδοσης από δικαστικό επιμελητή).
Επισημαίνεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει την με προειδοποίηση καταγγελία στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από της παραδόσεως στον εργαζόμενο του σχετικού εγγράφου (Eγκ. ΟΑΕΔ Β 149257/21.12.2012).
Εφόσον δεν γίνει ηλεκτρονική αναγγελία της καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της καταγγελίας στον απολυόμενο, τότε επιβάλλονται οι ποινές (ποινικές κυρώσεις) που ορίζονται στις κείμενες διατάξεις (παρ.4 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 2656/1953). Όμοια και στις περιπτώσεις υποβολής με προσέλευση στην αρμόδια Υπηρεσία του ΟΑΕΔ (εκείνοι που αντιμετωπίζουν αντικειμενική αδυναμία πρόσβασης στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» λόγω μη απογραφής τους στον ΕΦΚΑ ή απογραφής τους στον ΕΦΚΑ χωρίς ΑΦΜ), αν δεν γίνει κατάθεση της καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου μέσα σε (8) ημέρες, τότε ισχύουν οι προαναφερόμενες κυρώσεις.