Kατά τη διάρκεια της ομιλίας της για την Κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2020, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιβεβαίωσε κάτι το αναμενόμενο από τους περισσότερους, ότι καθιστά αυστηρότερο τον στόχο του 2030 για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος στο τουλάχιστον 55% εν συγκρίσει με τα αντίστοιχα επίπεδα του 1990. Αυτό συνιστά και τον βασικό πυλώνα της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Ο εν λόγω στόχος απαιτεί την έγκριση τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά αυτό δεν θα χρειαστεί προσπάθεια. Ορισμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενδεχομένως να ζητήσουν υψηλότερο στόχο πέραν του 55% έως και στο 65%. Τόσο ενθουσιώδεις δεν αναμένεται να είναι ορισμένες χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά ο στόχος του 55% είναι πολύ πιθανόν να λάβει τελικώς την απαιτούμενη έγκριση και άμεσα.
Δράση
Υπό το πρίσμα της δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τα νέα είναι καλά. Η επιστήμη της κλιματικής αλλαγής έχει διασαφηνίσει ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να διατηρηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας κάτω του 1,5 βαθμού Κελσίου, σε σύγκριση με τα προ της βιομηχανικής επανάστασης επίπεδα, είναι η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Και με τον τρόπο αυτό θα προστατευθεί ο πλανήτης από τις δραματικότερες συνέπειες της υπερθέρμανσής του.
Η αύξηση των ορίων του στόχου της Ε.Ε. για το 2030 από το 40% στο 55% είναι ένα αναγκαίο βήμα. Συν τοις άλλοις, ο στόχος του 55% θα απευθύνει ένα σαφές μήνυμα στους παίκτες της αγοράς για το μη αναστρέψιμο της πορείας που χαράσσει η Ε.Ε. για το κλίμα. Αυτό έχει σημασία στο πώς θα διαμορφωθούν οι προσδοκίες και πώς θα επηρεαστούν οι αποφάσεις επιχειρήσεων και επενδυτών, αλλά και οι επιλογές των καταναλωτών.
Επιπτώσεις
Επιπροσθέτως, ο στόχος του 55% δυνητικά θα έχει και θετικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Το 2021, οι χώρες που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα θα πρέπει να παρουσιάσουν στη συνδιάσκεψη της Γλασκώβης για το Κλίμα (COP26) τα ενημερωμένα σχέδιά τους περί μείωσης των εκπομπών αερίων ρύπων (τους δικούς τους εθνικούς στόχους, δηλαδή, ή τους NDC στη γλώσσα της κλιματικής αλλαγής).
Η Ε.Ε. θα πρέπει να αποδυθεί σε μια μεγάλη εκστρατεία, ώστε να νομοθετήσει για το κλίμα και την ενέργεια, και να προσαρμόσει τα εργαλεία της ώστε να εστιάσουν στο 55%, που είναι ο στόχος της. Το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της Ε.Ε. (ΣΕΔΕ), το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον ορισμό δεσμευτικών στόχων ανά χώρα-μέλος αναφορικά με τις εκπομπές εκτός ΣΕΔΕ και η οδηγία της φορολόγησης στην ενέργεια θα πρέπει να αναμορφωθούν.
Η μεταρρύθμιση του ΣΕΔΕ ολοένα και περισσότερο λογίζεται ως ένας τρόπος να αυξηθούν οι πόροι και να μπορέσει η Ε.Ε. να αποπληρώσει τα 750 δισ. ευρώ που θα δανειστεί για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης από την πανδημία. Οι μεγάλες προκλήσεις αφορούν το πώς θα μειωθεί ο αριθμός των αδειών ΣΕΔΕ που δίδονται δωρεάν (κι αυτό απασχολεί τις βιομηχανίες), το πώς θα αντιμετωπιστούν οι ρύποι του κλάδου μεταφορών (το να συμπεριληφθούν στο ΣΕΔΕ, λόγου χάριν, αντί να υπόκεινται σε φορολόγηση από το εκάστοτε κράτος-μέλος), το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα έσοδα του ΣΕΔΕ (ως ίδιοι πόροι της Ε.Ε. αντί να λάβουν τη μορφή των εθνικών πράσινων επενδύσεων και των δράσεων για άμβλυνση των εισοδηματικών συνεπειών από την κλιματική αλλαγή) και το πώς θα σχεδιαστεί ένας λειτουργικός μηχανισμός προσαρμογής των εκπομπών αερίων ρύπων στα σύνορα.
Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις ανανεώσιμες πηγές και την ενεργειακή απόδοση απαιτούν και αυτές ουσιαστική μεταρρύθμιση. Οι τωρινοί στόχοι της Ε.Ε. για το 2030 αναφορικά με τις ήπιες μορφές ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας (ποσοστό 32% επί του συνόλου της κατανάλωσης ενέργειας να προέρχεται από ΑΠΕ και εξοικονόμηση ενέργειας 32,5%) θα οδηγήσουν σε μια μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της τάξεως του 45% έως το 2030.
Η Ε.Ε. οφείλει να εξεύρει τρόπους ώστε τα κράτη-μέλη της να εκπληρώσουν υψηλότερους στόχους ελλείψει εθνικών δεσμεύσεων και οι ιδιωτικοί φορείς να εκταμιεύσουν όντως επενδύσεις προς την κατεύθυνση αυτή (ένα παράδειγμα είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Και άλλα σημαντικά πεδία για τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών και της γεωργίας, θα πρέπει να αναβαθμιστούν ώστε να προωθηθεί η αποδέσμευση των κλάδων από ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.
Αναθεώρηση
Αυτή η ταχεία αναθεώρηση, που απαιτείται σε πλήθος ευρωπαϊκών νόμων, φανερώνει πόσο εκτεταμένη και διάχυτη θα καταστεί η αποδέσμευση της οικονομίας από τον γαιάνθρακα. Η επίτευξη των αναγκαίων στόχων της κλιματικής αλλαγής απαιτεί πολιτικές οι οποίες θα εφαρμοστούν από το ένα άκρο των οικονομιών μας στο άλλο.
Πέραν τούτου, θα πρέπει θα τονιστεί ότι τα συγκεκριμένα θέματα επί πολλά χρόνια προκαλούν διενέξεις, και σε ορισμένα πεδία η πρόοδος θα συνεχίσει να είναι δυσκολότατη. Εν κατακλείδι, ίσως το δυσκολότερο πράγμα να είναι τα οικονομικά. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ως τη νέα στρατηγική ανάπτυξης.
Η Κομισιόν στηρίζει τον στόχο του 55%, εκτιμώντας ότι ο αντίκτυπος του μειωμένου ανθρακικού αποτυπώματος θα πυροδοτήσει την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει στην Ευρώπη θέσεις εργασίας. Εντούτοις, στην πραγματικότητα οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις από την πορεία προς τη μεγαλύτερη απεξάρτηση της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι ξεκάθαρες ακόμα. Ουδείς γνωρίζει ουσιαστικά πώς να μετασχηματίσει τη διαδικασία αυτή σε μια βιομηχανική ευκαιρία για την Ευρώπη. Ουδείς γνωρίζει πώς θα διαχειριστούμε σε όλη τους την έκταση τις αναπόδραστες συνέπειες που θα έχει στα εισοδήματα των ανθρώπων η πολιτική για το κλίμα.
Απεξάρτηση
Το να τοποθετηθούν τα οικονομικά της βαθύτερης απεξάρτησης από τον γαιάνθρακα στη σωστή θέση είναι ζωτικής σημασίας, για να εξακολουθήσει να διεκπεραιώνεται η διαδικασία αυτή. Ο λόγος είναι ότι η αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα είτε θα αποβεί οικονομικά βιώσιμη και θα τύχει της στήριξης της κοινωνίας είτε όχι. Με το να αναλαμβάνει ρόλο πρωτοπόρου στην κλιματική αλλαγή, η Ευρώπη καθίσταται και η πρώτη που θα βρεθεί ενώπιον αυτών των μειζόνων ερωτημάτων.
Οπότε έχει την ευθύνη και παράλληλα την ευκαιρία να αναπτύξει νέο οικονομικό μοντέλο για την αποδέσμευση από τον γαιάνθρακα. Αυτό κυρίως θα βασίζεται σε μια εφαρμόσιμη πράσινη βιομηχανική πολιτική και σε πρακτικά σχήματα που θα λειτουργούν με γνώμονα τη δίκαιη και ισότιμη μετάβαση στην εποχή των χαμηλών εκπομπών ρύπων, ώστε να μην υπάρξουν δυσανάλογες επιπτώσεις στον πληθυσμό.