Άρειος Πάγος 20/2020 (Τμήμα Ε Ποινικό)
Επειδή για τους θορύβους που προκαλούνται από την μουσική των κέντρων διασκεδάσεως και λοιπών καταστημάτων έχει εκδοθεί σχετικώς, κατά την παρεχόμενη από την διάταξη του άρθρου παρ. 1 του Α.Ν. 2520/1940 εξουσιοδότηση, και ισχύει, η υπ’ αριθμό. Α5/3010/1985 Υγειονομική διάταξη, με τίτλο μέτρα προστασίας της Δημόσιας Υγείας από θορύβους μουσικής των Κέντρων διασκέδασης και λοιπών Καταστημάτων, σκοπός της οποίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1, είναι ο υγειονομικός έλεγχος και η λήψη μέτρων για την προστασία της Δημόσιας Υγείας από θορύβους που δημιουργούνται στα κέντρα διασκέδασης κ.λ.π. καταστήματα, μόνο από τη μουσική.
Τα άρθρα 3 και 7 της β’ Υγειονομικής διάταξης ορίζουν τα σχετικά με την απαιτούμενη ηχομόνωση των στεγασμένων κέντρων διασκέδασης και τις διαδικασίες έκδοσης άδειας, υποβολής δικαιολογητικών και λοιπούς όρους λειτουργίας, ενώ τα άρθρα 4 και 6 αυτής προβλέπουν για την επιτρεπόμενη ηχητική στάθμη λειτουργίας των κέντρων διασκέδασης και των υπολοίπων καταστημάτων με μουσική, “τα οποία δεν θεωρούνται σύμφωνα με την ισχύουσα Υγειονομική Διάταξη Κέντρα Διασκεδάσεως”, των στεγασμένων το πρώτο και των υπαίθριων το δεύτερο.
Στο άρθρο 9 περιγράφεται ομοιόμορφη διαδικασία μετρήσεων και ορίζεται, ότι όλες οι μετρήσεις γίνονται με ηχόμετρο (ορισμένου τύπου). Περαιτέρω, το άρθρο 10 της Υγειονομικής διάταξης, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ. 3 του Ν. 4055/2012, ορίζει ότι: “Οι παραβάτες της παρούσας Υγειονομικής διάταξης τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα (1) έτος και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και ότι, αν ο δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 418 και επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας”, ενώ στο τέλος στο άρθρο 11 αυτής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ.4 Ν. 4055/2012, ορίζεται ότι: ” Η εκτέλεση της παρούσας Υγειονομικής διάταξης ανατίθεται στα αρμόδια υγειονομικά και αστυνομικά όργανα σε όλη την Επικράτεια”.
Ως παραβάτες (δηλαδή αυτουργοί) της, ως άνω, Υγειονομικής διάταξης διώκονται και τιμωρούνται, και επομένως πρέπει να συλλαμβάνονται άμεσα, τα φυσικά πρόσωπα που εκμεταλλεύονται το κατάστημα για δικό τους λογαριασμό (κύριοι του καταστήματος ή μισθωτές ή υπομισθωτές, εφόσον η μίσθωση ή η υπομίσθωση αποδεικνύονται από έγγραφο βέβαιης χρονολογίας) ή αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού, με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, ή το πρόσωπο που έχει ορισθεί υγειονομικός υπεύθυνος.
Η ποινική δε ευθύνη άλλων τυχόν προσώπων που σχετίζονται με την τελούμενη αυτή παράβαση (προσωρινά υπεύθυνος, μηχανικός ή τεχνικός ήχου κ.λ.π.) θα κριθεί με βάσει τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 και 47 του ΠΚ. Η παράβαση της υπ’ αρ. Α5/3010/1985 Υγειονομικής διάταξης, η οποία, ως προβλέπουσα βαρύτερες κυρώσεις, κατισχύει της διατάξεως του άρθρου 43 παρ. 12 Ν. 4025/2011, που προστέθηκε με το άρθρο 58 παρ. 4 του Ν. 4075/2012 και σύμφωνα με την οποία: “Οι παραβάσεις των διατάξεων του Υγειονομικού Κανονισμού (Β 275) και όλες οι παραβάσεις των διατάξεων όλων των Υγειονομικών Διατάξεων, που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του α.ν. 2520/1940 ή κατ’ εξουσιοδότηση άλλου νόμου, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινή τουλάχιστον 2.000 ευρώ, εκτός αν από άλλες διατάξεις τιμωρούνται βαρύτερα”, επαναφέρθηκε ως πλημμέλημα με το άρθρο 37 παρ. 3 του Ν. 4055/2012 επειδή κρίθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι ”το φαινόμενο της ηχορύπανσης έχει λάβει πολύ οχληρές διαστάσεις τον τελευταίο καιρός”.
Στην προκειμένη περίπτωση οι προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί της ειλικρινούς μεταμελείας και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη προβλήθηκαν κατά τρόπο ασαφή και αόριστο, διότι δια μεν τον πρώτο δεν αρκεί η επικληθείσα μόνον από τον αναιρεσείοντα απλή έκφραση συγνώμης προς τους ιδιοκτήτες των ομόρων προς το κατάστημά του κατοικιών, δια δε τον δεύτερο η επικληθείσα μόνον από τον ίδιο έλλειψη παραβατικότητας δεν αρκεί, διότι απαιτείται επίκληση περιστατικών θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Μετά ταύτα το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει στους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος της υπό κρίση αναιρέσεως, κατά το σκέλος που πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση, για την απόρριψη ως κατ’ ουσίαν αβασίμων των αυτοτελών ισχυρισμών της ειλικρινούς μεταμελείας και καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αντίθετα όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό των μη ταπεινών αιτίων, ο οποίος προβλήθηκε κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψή του κατ’ ουσίαν.
Επομένως, ο ίδιος πιο πάνω λόγος αναίρεσης, κατά το σκέλος του που πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού των μη ταπεινών αιτίων είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η άνω απόφαση ως προς την αντίστοιχη απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης διάταξη της, αναγκαίως δε και ως προς εκείνη περί της επιβολής ποινής και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή η όχι της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ του Π.Κ. και, αναλόγως προς την επ’ αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα στον αναιρεσείοντα ποινή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει α) ν’ απορριφθούν κατά τα λοιπά, οι αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Μ. Κ. του Ι. και 2) Ε. Β. του Κ. Β) στο σύνολο τους οι πρόσθετοι λόγοι των αναιρεσειόντων όπως στο διατακτικό.
Δείτε την απόφαση 20/2020 στο areiospagos.gr